3,274,917
edits
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) σεσημασμένος διὰ ψευδοῦς σημείου, παρακεχαραγμένος, παραπεποιημένος, [[κίβδηλος]], ἐπὶ νομισμάτων, Δημ. 766. 6, Πολυδ. Γ΄, 86, Πλούτ. 2. 65Α· - [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα ἄτιμα καὶ παράσημα Ἀριστοφ. Ἀχ. 518· πρβλ. [[παρακόπτω]]· οὕτω, [[δόξα]] [[παράσημος]], ἄσημος, [[ἄδοξος]], Εὐρ. Ἱππ. 1114· π. [[ῥήτωρ]] Δημ. 307. 26· [[δύναμις]] π. αἴνῳ, [[δύναμις]] κακῶς σεσημασμένη μὲ ἔπαινον, δηλ. [[ἐσφαλμένως]] ἐπαινουμένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 780, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ λόγων καὶ φράσεων, ψευδής, ἐσφαλμένος, [[κίβδηλος]], Ἀνθ. Π. 11. 114, κτλ. 3) πλαγίως σεσημασμένος, σεσημειωμένος, Πλούτ. 2. 101D· π. τινι, [[ἐπίσημος]], [[γνωστός]], [[περίφημος]] διά τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]] 823Β, κτλ.· τὴν Λακωνικὴν ἐπιτηδεύων βραχυλογίαν ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς [[ἐνιαχοῦ]] παράσημός ἐστιν Πλουτ. Βροῦτ. 2. ΙΙ. Ἐπίρρ., παρασήμως, φαύλως, [[ἡμαρτημένως]], [[ἐπισεσυρμένως]] φθεγγομένου καὶ παρασήμως, δηλ. παρὰ τοὺς κανόνας τοῦ τονισμοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. σελ. 191, 34. 2) | |lstext='''παράσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) σεσημασμένος διὰ ψευδοῦς σημείου, παρακεχαραγμένος, παραπεποιημένος, [[κίβδηλος]], ἐπὶ νομισμάτων, Δημ. 766. 6, Πολυδ. Γ΄, 86, Πλούτ. 2. 65Α· - [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀνδράρια μοχθηρά, παρακεκομμένα ἄτιμα καὶ παράσημα Ἀριστοφ. Ἀχ. 518· πρβλ. [[παρακόπτω]]· οὕτω, [[δόξα]] [[παράσημος]], ἄσημος, [[ἄδοξος]], Εὐρ. Ἱππ. 1114· π. [[ῥήτωρ]] Δημ. 307. 26· [[δύναμις]] π. αἴνῳ, [[δύναμις]] κακῶς σεσημασμένη μὲ ἔπαινον, δηλ. [[ἐσφαλμένως]] ἐπαινουμένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 780, [[ἔνθα]] ἴδε Blomf. 2) [[συχνάκις]] ἐπὶ λόγων καὶ φράσεων, ψευδής, ἐσφαλμένος, [[κίβδηλος]], Ἀνθ. Π. 11. 114, κτλ. 3) πλαγίως σεσημασμένος, σεσημειωμένος, Πλούτ. 2. 101D· π. τινι, [[ἐπίσημος]], [[γνωστός]], [[περίφημος]] διά τι [[πρᾶγμα]], [[αὐτόθι]] 823Β, κτλ.· τὴν Λακωνικὴν ἐπιτηδεύων βραχυλογίαν ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς [[ἐνιαχοῦ]] παράσημός ἐστιν Πλουτ. Βροῦτ. 2. ΙΙ. Ἐπίρρ., παρασήμως, φαύλως, [[ἡμαρτημένως]], [[ἐπισεσυρμένως]] φθεγγομένου καὶ παρασήμως, δηλ. παρὰ τοὺς κανόνας τοῦ τονισμοῦ, Ἐτυμ. Μέγ. σελ. 191, 34. 2) μετὰ ἐπιθέτου, [[ἄμφω]] καλοῦσι κέδρους, πλὴν παρασήμως [[κέδρον]] ὀξύκεδρον ([[ἔνθα]] νῦν: πλὴν [[παρασημασία]] κέδρου ὀξύκερδον) Θεοφρ. περὶ Φ. Ἱστ. 3. 12, 3. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |