τάλας: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τάλᾱς''': [[τάλαινα]], τάλαν, (ὡς τὸ [[μέλας]], ἀλλὰ θηλ. [[τάλας]] ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1038), γεν. -ᾰνος, -αίνης, -ανος, [[ὡσαύτως]] τάλαντος Ἱππῶναξ 7· κλητ. τάλαν ὡς ἀρσ. ἐν Ὀδ. Σ. 327, Τ. 68, Θεόγν., κλπ. (ἴδε ἐν τέλ.), καὶ θηλ. ἀντὶ [[τάλαινα]], Εὐρ. Μήδ. 1057, Ἀριστοφ. Βάτρ. 559, κ. ἀλλ.· (*[[τλάω]])· - ὡς τὸ [[τλήμων]], ὁ ὑποφέρων, πάσχων, κακοπαθῶν, [[δυστυχής]], [[ταλαίπωρος]], [[ἐλεεινός]], Λατ. miser, ξεῖνε τάλαν Ὀδ. Σ. 327, καὶ Τραγ. [[μάλιστα]] ἐν τῇ κλητ., ὦ [[τάλας]] ἐγὼ Σοφ. Ο. Κ. 1338, 1401, Αἴ. 981· ὦ τάλαιν’ ἐγὼ Αἰσχύλ. Χο. 743· ὦ τάλαν Σοφ. Φιλ. 1196· κλπ.· - [[μετὰ]] γεν. τῆς αἰτίας, οἲ ’γὼ [[τάλαινα]] ξυμφορᾶς κακῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 445, πρβλ. 517· τάλαιν’ ἐγὼ τῆς ὕβρεως Ἀριστοφ. Πλ. 1044· - [[ἐνίοτε]] καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, τάλαν, ἄθλιε! Ὀδ. Τ. 68· ἀλλὰ παρὰ τοῖς Κωμ., τάλαν, κακόμοιρε, [[εἶδος]] συμπαθοῦς καὶ θωπευτικῆς ἐκφράσεως, Ἀριστοφ. Λυσ. 910, 914· [[οὕτως]] ὦ [[τάλαινα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 242. 2) παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ ἐπὶ πραγμάτων, [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], μόχθοι Αἰσχύλ. Χο. 1069· ἀρὰ ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 695· παρακοπὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 223· [[πάθος]] ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 983· νηδὺς Σοφ. Ο. Κ. 1263· [[αὔλιον]] ὁ αὐτ. ἐν Φ. 1088· [[συμφορά]], [[νόσος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1179, Τρ. 1084· [[ἔρις]], φυγὴ Εὐρ. Ἑλ. 248, Φοίν. 1710. Συγκρ. τᾰλάντερος, α, ον (;)· ὑπερθετ. τᾰλάντατος, η, ον, Ἀριστοφ. Πλ. 684, 1046, 1060, Πλάτ. Κρατ. 395Ε. Ποιητικὴ [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5, Λουκ. [τᾰλᾱς Αἰσχύλ. Πρ. 158, Σοφ. (ἴδε ἀνωτ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 163, 1192, Εἰρ. 79, Ὄρν. 1494, Πλ. 930 Δωρ. [[ὡσαύτως]] τᾰλᾰς Θεόκρ. 2. 4· ἡ κλητ. [[εἶναι]] τάλᾰν παρὰ Θεόγν. 512, Σοφ. Φιλ. 1196, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 658, 1005]. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σελ. 270.
|lstext='''τάλᾱς''': [[τάλαινα]], τάλαν, (ὡς τὸ [[μέλας]], ἀλλὰ θηλ. [[τάλας]] ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1038), γεν. -ᾰνος, -αίνης, -ανος, [[ὡσαύτως]] τάλαντος Ἱππῶναξ 7· κλητ. τάλαν ὡς ἀρσ. ἐν Ὀδ. Σ. 327, Τ. 68, Θεόγν., κλπ. (ἴδε ἐν τέλ.), καὶ θηλ. ἀντὶ [[τάλαινα]], Εὐρ. Μήδ. 1057, Ἀριστοφ. Βάτρ. 559, κ. ἀλλ.· (*[[τλάω]])· - ὡς τὸ [[τλήμων]], ὁ ὑποφέρων, πάσχων, κακοπαθῶν, [[δυστυχής]], [[ταλαίπωρος]], [[ἐλεεινός]], Λατ. miser, ξεῖνε τάλαν Ὀδ. Σ. 327, καὶ Τραγ. [[μάλιστα]] ἐν τῇ κλητ., ὦ [[τάλας]] ἐγὼ Σοφ. Ο. Κ. 1338, 1401, Αἴ. 981· ὦ τάλαιν’ ἐγὼ Αἰσχύλ. Χο. 743· ὦ τάλαν Σοφ. Φιλ. 1196· κλπ.· - μετὰ γεν. τῆς αἰτίας, οἲ ’γὼ [[τάλαινα]] ξυμφορᾶς κακῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 445, πρβλ. 517· τάλαιν’ ἐγὼ τῆς ὕβρεως Ἀριστοφ. Πλ. 1044· - [[ἐνίοτε]] καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, τάλαν, ἄθλιε! Ὀδ. Τ. 68· ἀλλὰ παρὰ τοῖς Κωμ., τάλαν, κακόμοιρε, [[εἶδος]] συμπαθοῦς καὶ θωπευτικῆς ἐκφράσεως, Ἀριστοφ. Λυσ. 910, 914· [[οὕτως]] ὦ [[τάλαινα]] ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 242. 2) παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ ἐπὶ πραγμάτων, [[ἄθλιος]], [[ἐλεεινός]], μόχθοι Αἰσχύλ. Χο. 1069· ἀρὰ ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 695· παρακοπὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 223· [[πάθος]] ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 983· νηδὺς Σοφ. Ο. Κ. 1263· [[αὔλιον]] ὁ αὐτ. ἐν Φ. 1088· [[συμφορά]], [[νόσος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1179, Τρ. 1084· [[ἔρις]], φυγὴ Εὐρ. Ἑλ. 248, Φοίν. 1710. Συγκρ. τᾰλάντερος, α, ον (;)· ὑπερθετ. τᾰλάντατος, η, ον, Ἀριστοφ. Πλ. 684, 1046, 1060, Πλάτ. Κρατ. 395Ε. Ποιητικὴ [[λέξις]] ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5, Λουκ. [τᾰλᾱς Αἰσχύλ. Πρ. 158, Σοφ. (ἴδε ἀνωτ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 163, 1192, Εἰρ. 79, Ὄρν. 1494, Πλ. 930 Δωρ. [[ὡσαύτως]] τᾰλᾰς Θεόκρ. 2. 4· ἡ κλητ. [[εἶναι]] τάλᾰν παρὰ Θεόγν. 512, Σοφ. Φιλ. 1196, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 658, 1005]. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σελ. 270.
}}
}}
{{bailly
{{bailly