συγκομίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κομίζω]] εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], [[συνάγω]], [[συλλέγω]], [[συναθροίζω]], Ἡρόδ. 1. 21., 2. 121, 4., 9. 80. ― Μέσ., [[μετὰ]] παθ. πρκμ., [[φέρω]] [[ὁμοῦ]] πρὸς ἐμαυτόν, [[συλλέγω]], [[συνάγω]] περὶ ἐμαυτόν, ἰατροὺς ἀρίστους πρὸς αὑτὸν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 24· συγκεκόμισθε κάλλιστον [[κτῆμα]] εἰς τὰς ψυχάς, ἔχετε ἀποθησαυρίσῃ εἰς τὰς ψυχάς σας, [[αὐτόθι]] 1. 5, 12· ὀλίγα τῇ μνήμῃ Λουκ. Νιγρῖν. 10· σ. πρὸς ἐμαυτόν, οἰκειοῦμαι ὡς ἰδικόν μου, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 17. Παθ., ἐκέατο ἁλέες συγκεκομισμένοι, σεσωρευμένοι [[ὁμοῦ]], Ἡρόδ. 8. 25· μεταφ., [[ἐνταῦθα]] γάρ μοι κεῖνα συγκομίζεται, [[διότι]] [[ἐνταῦθα]] (δηλ. ἐν τῷ θάπτεσθαι) συγκεφαλαιοῦνται ἐκεῖνα (δηλ. τὰ ἐν μέσῳ), Σοφ. Ο. Κ. 585. 2) ἐπὶ τοῦ ἐκ τοῦ θερισμοῦ καρποῦ, [[συνάγω]] τὸν καρπόν, βάλλω αὐτὸν εἰς τὴν ἀποθήκην, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3. κτλ.· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνάβ. 4. 6, 37, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 94. ― Παθ., ἐπὶ τοῦ καρποῦ πρὶν θερισθῇ, ὀργᾷ συγκομίζεσθαι, [[εἶναι]] [[ὥριμος]] πρὸς συγκομιδήν, ὁ αὐτ. 4. 199· ἐλαχίστοις πόνοις συγκομίζεται Διόδ. 1. 36· πρβλ. [[συγκομιδή]]. ΙΙ. [[κομίζω]], σηκώνω πρὸς ταφήν, τόνδε τὸν νεκρὸν χεροῖν μή συγκομίζειν ἀλλ’ ἐᾶν [[ὅπως]] ἔχει Σοφ. Αἴ. 1048· ἔφθη τὸ [[σῶμα]] συγκομισθέν, ἡ ταφὴ τοῦ σώματος συνετελέσθη, Πλουτ. Σύλλ. 38.
|lstext='''συγκομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κομίζω]] εἰς τὸ αὐτὸ [[μέρος]], [[συνάγω]], [[συλλέγω]], [[συναθροίζω]], Ἡρόδ. 1. 21., 2. 121, 4., 9. 80. ― Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., [[φέρω]] [[ὁμοῦ]] πρὸς ἐμαυτόν, [[συλλέγω]], [[συνάγω]] περὶ ἐμαυτόν, ἰατροὺς ἀρίστους πρὸς αὑτὸν Ξεν. Κύρ. 8. 2, 24· συγκεκόμισθε κάλλιστον [[κτῆμα]] εἰς τὰς ψυχάς, ἔχετε ἀποθησαυρίσῃ εἰς τὰς ψυχάς σας, [[αὐτόθι]] 1. 5, 12· ὀλίγα τῇ μνήμῃ Λουκ. Νιγρῖν. 10· σ. πρὸς ἐμαυτόν, οἰκειοῦμαι ὡς ἰδικόν μου, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 17. Παθ., ἐκέατο ἁλέες συγκεκομισμένοι, σεσωρευμένοι [[ὁμοῦ]], Ἡρόδ. 8. 25· μεταφ., [[ἐνταῦθα]] γάρ μοι κεῖνα συγκομίζεται, [[διότι]] [[ἐνταῦθα]] (δηλ. ἐν τῷ θάπτεσθαι) συγκεφαλαιοῦνται ἐκεῖνα (δηλ. τὰ ἐν μέσῳ), Σοφ. Ο. Κ. 585. 2) ἐπὶ τοῦ ἐκ τοῦ θερισμοῦ καρποῦ, [[συνάγω]] τὸν καρπόν, βάλλω αὐτὸν εἰς τὴν ἀποθήκην, Ξεν. Ἀπομν. 2. 8, 3. κτλ.· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνάβ. 4. 6, 37, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 94. ― Παθ., ἐπὶ τοῦ καρποῦ πρὶν θερισθῇ, ὀργᾷ συγκομίζεσθαι, [[εἶναι]] [[ὥριμος]] πρὸς συγκομιδήν, ὁ αὐτ. 4. 199· ἐλαχίστοις πόνοις συγκομίζεται Διόδ. 1. 36· πρβλ. [[συγκομιδή]]. ΙΙ. [[κομίζω]], σηκώνω πρὸς ταφήν, τόνδε τὸν νεκρὸν χεροῖν μή συγκομίζειν ἀλλ’ ἐᾶν [[ὅπως]] ἔχει Σοφ. Αἴ. 1048· ἔφθη τὸ [[σῶμα]] συγκομισθέν, ἡ ταφὴ τοῦ σώματος συνετελέσθη, Πλουτ. Σύλλ. 38.
}}
}}
{{bailly
{{bailly