τετευχῆσθαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετευχῆσθαι''': Ἐπικ. ἀπαρ. παθ. πρκμ. [[μετὰ]] σημασ. ἐνεστῶτος, σχηματισθὲν ἐκ τοῦ οὐσιαστ. τεύχεια, μὴ ὑπάρχοντος ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, «[[τετευχῆσθαι]], καθωπλίσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 104.
|lstext='''τετευχῆσθαι''': Ἐπικ. ἀπαρ. παθ. πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστῶτος, σχηματισθὲν ἐκ τοῦ οὐσιαστ. τεύχεια, μὴ ὑπάρχοντος ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, «[[τετευχῆσθαι]], καθωπλίσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 104.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth