3,273,446
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χλευάζω''': μέλλ. -άσω, ([[χλεύη]]) χλεύην ποιοῦμαι, περιγελῶ | |lstext='''χλευάζω''': μέλλ. -άσω, ([[χλεύη]]) χλεύην ποιοῦμαι, περιγελῶ μετὰ χλεύης, ἐπισκώπτων καὶ παίζων καὶ χλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 376· τοῖς καταγελῶσι καὶ χλ. καὶ σκώπτουσι Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 12, πρβλ. Πλάτ. Ἐρυξ. 397D, Δημ. 348. 14, Πολύβ., κλπ.· [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ, Πλουτ. Βροῦτ. 45., 2. 504F. 2) μετ’ αἰτ., [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ, καταγελῶ, μεταχειρίζομαι ὑβριστικῶς ἢ περιφρονητικῶς, τινὰ Δημ. 78. 12., 348. 14., 1149. 19, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., Πλουτ. Ρωμ. 10, κλπ. - Παθ., χλευάζομαι, ἐμπαίζομαι, καταγελῶμαι μετὰ χλεύης, ὠργίσθησαν χλευάζεσθαί τ’ ἐβόησαν Ἐπικράτης ὁ Κωμῳδοποιὸς ἐν Ἀδήλ. 1. 31. Ἀριστ. Προβλ. 29. 14, 10, Πλουτ. Σερτ. 13, 25. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |