ἀγαπάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγᾰπάω''': μέλ. -ήσω, παρακ. ἠγάπηκα, Ἰσ. Ἀντιδ. § 158: Ἐπ. ἀόρ. ἀγάπησα, Ὀδ. Ψ. 214. - πρβλ. ὑπερ-[[ἀγαπάω]]. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] [[ἄδηλος]]). Ι. ἐπὶ προσώπων, μεταχειρίζομαι [[μετὰ]] στοργῆς, [[ὑποδέχομαι]] μετ’ ἐξωτερικῶν ἐνδείξεων ἀγάπης, ἀγαπῶ, [[στέργω]] τινά, ὅμοιον τῷ Ἐπικ. [[ἀγαπάζω]], ἐν χρήσ. παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σπάνιον [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς τραγικ., καὶ μόνον ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ δεικνύω στοργὴν πρὸς τοὺς νεκρούς: ὅτ’ ἠγάπα νεκρούς, Εὐρ. Ἱκ. 764 (οὕτω νέκυν παιδὸς ἀγαπάζων ἐμοῦ, ὁ αὐτ. Φοίν. 1327), ἀλλὰ [[συχνάκις]] παρὰ Πλάτωνι, κτλ., ἐπί τε προσώπων καὶ ἐπὶ πραγμάτων, [[ὥσπερ]] ... οἱ ποιηταὶ τὰ αὑτῶν ποιήματα καὶ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας ἀγαπῶσι, Πλάτ. Πολ. 330C, πρβλ. Νόμ. 928Α, ὡς λύκοι ἄρν’ ἀγαπῶσ’, Ποιητ. Παρὰ Φαίδρ. 241D, ἀγ. τοὺς ἐπαινέτας, αὐτ. 257Ε, ἐπιστήμην, τὸ δίκαιον, τὰ χρήματα, κτλ., ὁ αὐτ. Φίληβ. 62D, Πολ. 359Α, καὶ ἀλλ., τούτους ἀγαπᾷ καὶ περὶ αὑτὸν ἔχει, Δημ. 23. 23: -Παθ. ἀγ. καὶ οἰκεῖν εὐδαιμόνως, Πλάτ. Πολ. 30D, ὑπὸ τῶν θεῶν ἠγαπῆσθαι, Δημ. 1404. 4· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, λιθίδια [[ταῦτα]] τὰ ἠγαπημένα, Πλάτ. Φαίδ. 110D. 2) ἐπιθυμῶ, Πλάτ. Λυσ. 215Α, Β. 3) ἐν τῇ Κ. Δ. Καὶ παρὰ Χριστιανοῖς συγγραφ., [[αἰσθάνομαι]] ἀδελφικὴν στοργὴν [[πρός]] τινα, ἴδ. [[ἀγάπη]]: -ἡ [[λέξις]] ἔχει σχεδὸν ταύτην τὴν σημασίαν ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Μενάνδρ., ὁ μέγιστον ἀγαπῶν δι’ ἐλάχιστ’ ὀργίζεται, Ἄδηλ. 113, πρβλ. 215. 4) τὸ ἀγαπῶ διαφέρει τοῦ [[φιλέω]], καθ’ ὅσον ὑπονοεῖ στοργὴν καὶ φροντίδα [[μᾶλλον]] ἢ [[πάθος]] ἀγάπης, πρβλ. τὰ Λατ. diligo, amo, ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] σχεδὸν [[ἀδύνατος]] καθίσταται ἡ [[διάκρισις]], ὅρ. Ξεν. Ἀπομ. 2. 7, 9 καὶ 12, φιλεῖσθαι = ἀγαπᾶσθαι αὐτὸν δι’ αὑτόν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 17. 5) Καταχρηστικῶς περὶ τῆς μεταξὺ τῶν δύο φύλων ἀγάπης, τοῦ σαρκικοῦ ἔρωτος, ὡς τὸ [[ἐράω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 66, Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 2, ἐν τοῖς χωρίοις Πλάτ. Συμ. 180Β, Φαῖδρ. 253Α, δὲν εἶνε [[ἀνάγκη]] νὰ παραλάβωμεν τὴν τοιαύτην σημασίαν· καὶ ἐν Ξεν. Ἀπομ. 1. 5, 4, πόρνας ἀγαπᾶν δὲν [[εἶναι]] = ἐρᾶν, ἀλλ’ [[ἁπλῶς]], ἥδεσθαι αὐταῖς, προσφιλῶς ἔχειν αὐταῖς, [[οὕτως]], ἀγαπ. ἑταίραν, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι.» ΙΙ. Κατ’ ἀναφορὰν πρὸς πράγματα = εὐχαριστοῦμαι εἴς τι, ἐπαναπαύομαι· ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται τὴν λέξ. καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. [[ἅπαξ]]: οὐκ ἀγαπᾷς ὃ [[ἕκηλος]]... μεθ’ ἡμῖν δαίνυσαι, Ὀδ. Φ, 289· ἀλλ’ ἡ τοιαύτη [[σημασία]] [[εἶναι]] συχνὴ παρ’ Ἀττ., ἀγαπῶσιν ὅτι οὐχ [[ἡμεῖς]] ἐπ’ ἐκείνους ἐρχόμεθα, Θουκ. 6. 36, 4· συνηθέστερον, ἀγ. εἰ ..., εἶμαι εὐχαριστημένος ἂν ..., Ἀριστοφ. Σφῆκ. 684, Πλάτ. Γοργ. 483C, καὶ ἄλλ. 2) [[μετὰ]] μετοχ. ἀγ. τιμώμενος, Πλάτ. Πολ. 475Β, Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττίδι» 2· μετ’ ἀπαρ. Ἡρωδιαν. 2. 15, Ἀλκίφρ. 3. 61, Λουκ., κτλ. 3) μ. δοτ. πράγματος, εἶμαι εὐχαριστ. εἰς πρᾶγμά τι, ὡς τὸ [[στέργω]], [[ἀσπάζομαι]]· ἀγ. τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς, Λυσ. 192. 26· τοῖς πεπραγμένοις, Δημ. 13. 11. 4) ὡς τὸ [[στέργω]], μετ’ αἰτ. πράγμ., [[μηκέτι]] τὴν ἐλευθερίαν ἀγ., Ἰσοκρ. 69D, τὰ παρόντα, Δημ. 70. 20· πρβλ. Ἀριστ. Ῥητορ. 1. 2, 23. 5) σπανίως μ. γεν., ἵνα ... τῆς ἀξίας ἀγαπῶσιν, ἵνα ὦσιν εὐχαριστημένοι μὲ τὴν προσήκουσαν ἀξίαν (τιμήν), Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 3.7. 6) ἀπολ., εἶμαι εὐχαριστημένος, ἀγαπήσαντες, Λυκούργ. 157. 5· πρβλ. Λουκ. Νεκυομ. 17. 7) μετ’ ἀπαρ., εὐχαριστοῦμαι νὰ [[πράττω]] τι, [[συνηθίζω]] νὰ [[πράττω]] τι, ὡς τὸ [[φιλέω]], τοὺς Λυκίους ἀγαπῶντας [[τρίχωμα]] φέρειν, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 14· ὡσαύτ. Παρὰ τοῖς Ο΄.
|lstext='''ἀγᾰπάω''': μέλ. -ήσω, παρακ. ἠγάπηκα, Ἰσ. Ἀντιδ. § 158: Ἐπ. ἀόρ. ἀγάπησα, Ὀδ. Ψ. 214. - πρβλ. ὑπερ-[[ἀγαπάω]]. (Ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] [[ἄδηλος]]). Ι. ἐπὶ προσώπων, μεταχειρίζομαι μετὰ στοργῆς, [[ὑποδέχομαι]] μετ’ ἐξωτερικῶν ἐνδείξεων ἀγάπης, ἀγαπῶ, [[στέργω]] τινά, ὅμοιον τῷ Ἐπικ. [[ἀγαπάζω]], ἐν χρήσ. παρ’ Ὁμ. [[ἅπαξ]] ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· σπάνιον [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς τραγικ., καὶ μόνον ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ δεικνύω στοργὴν πρὸς τοὺς νεκρούς: ὅτ’ ἠγάπα νεκρούς, Εὐρ. Ἱκ. 764 (οὕτω νέκυν παιδὸς ἀγαπάζων ἐμοῦ, ὁ αὐτ. Φοίν. 1327), ἀλλὰ [[συχνάκις]] παρὰ Πλάτωνι, κτλ., ἐπί τε προσώπων καὶ ἐπὶ πραγμάτων, [[ὥσπερ]] ... οἱ ποιηταὶ τὰ αὑτῶν ποιήματα καὶ οἱ πατέρες τοὺς παῖδας ἀγαπῶσι, Πλάτ. Πολ. 330C, πρβλ. Νόμ. 928Α, ὡς λύκοι ἄρν’ ἀγαπῶσ’, Ποιητ. Παρὰ Φαίδρ. 241D, ἀγ. τοὺς ἐπαινέτας, αὐτ. 257Ε, ἐπιστήμην, τὸ δίκαιον, τὰ χρήματα, κτλ., ὁ αὐτ. Φίληβ. 62D, Πολ. 359Α, καὶ ἀλλ., τούτους ἀγαπᾷ καὶ περὶ αὑτὸν ἔχει, Δημ. 23. 23: -Παθ. ἀγ. καὶ οἰκεῖν εὐδαιμόνως, Πλάτ. Πολ. 30D, ὑπὸ τῶν θεῶν ἠγαπῆσθαι, Δημ. 1404. 4· καὶ ἐπὶ πραγμάτων, λιθίδια [[ταῦτα]] τὰ ἠγαπημένα, Πλάτ. Φαίδ. 110D. 2) ἐπιθυμῶ, Πλάτ. Λυσ. 215Α, Β. 3) ἐν τῇ Κ. Δ. Καὶ παρὰ Χριστιανοῖς συγγραφ., [[αἰσθάνομαι]] ἀδελφικὴν στοργὴν [[πρός]] τινα, ἴδ. [[ἀγάπη]]: -ἡ [[λέξις]] ἔχει σχεδὸν ταύτην τὴν σημασίαν ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Μενάνδρ., ὁ μέγιστον ἀγαπῶν δι’ ἐλάχιστ’ ὀργίζεται, Ἄδηλ. 113, πρβλ. 215. 4) τὸ ἀγαπῶ διαφέρει τοῦ [[φιλέω]], καθ’ ὅσον ὑπονοεῖ στοργὴν καὶ φροντίδα [[μᾶλλον]] ἢ [[πάθος]] ἀγάπης, πρβλ. τὰ Λατ. diligo, amo, ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] σχεδὸν [[ἀδύνατος]] καθίσταται ἡ [[διάκρισις]], ὅρ. Ξεν. Ἀπομ. 2. 7, 9 καὶ 12, φιλεῖσθαι = ἀγαπᾶσθαι αὐτὸν δι’ αὑτόν, Ἀριστ. Ρητορ. 1. 11, 17. 5) Καταχρηστικῶς περὶ τῆς μεταξὺ τῶν δύο φύλων ἀγάπης, τοῦ σαρκικοῦ ἔρωτος, ὡς τὸ [[ἐράω]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 66, Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 2, ἐν τοῖς χωρίοις Πλάτ. Συμ. 180Β, Φαῖδρ. 253Α, δὲν εἶνε [[ἀνάγκη]] νὰ παραλάβωμεν τὴν τοιαύτην σημασίαν· καὶ ἐν Ξεν. Ἀπομ. 1. 5, 4, πόρνας ἀγαπᾶν δὲν [[εἶναι]] = ἐρᾶν, ἀλλ’ [[ἁπλῶς]], ἥδεσθαι αὐταῖς, προσφιλῶς ἔχειν αὐταῖς, [[οὕτως]], ἀγαπ. ἑταίραν, Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι.» ΙΙ. Κατ’ ἀναφορὰν πρὸς πράγματα = εὐχαριστοῦμαι εἴς τι, ἐπαναπαύομαι· ὁ Ὅμηρ. μεταχειρίζεται τὴν λέξ. καὶ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. [[ἅπαξ]]: οὐκ ἀγαπᾷς ὃ [[ἕκηλος]]... μεθ’ ἡμῖν δαίνυσαι, Ὀδ. Φ, 289· ἀλλ’ ἡ τοιαύτη [[σημασία]] [[εἶναι]] συχνὴ παρ’ Ἀττ., ἀγαπῶσιν ὅτι οὐχ [[ἡμεῖς]] ἐπ’ ἐκείνους ἐρχόμεθα, Θουκ. 6. 36, 4· συνηθέστερον, ἀγ. εἰ ..., εἶμαι εὐχαριστημένος ἂν ..., Ἀριστοφ. Σφῆκ. 684, Πλάτ. Γοργ. 483C, καὶ ἄλλ. 2) μετὰ μετοχ. ἀγ. τιμώμενος, Πλάτ. Πολ. 475Β, Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττίδι» 2· μετ’ ἀπαρ. Ἡρωδιαν. 2. 15, Ἀλκίφρ. 3. 61, Λουκ., κτλ. 3) μ. δοτ. πράγματος, εἶμαι εὐχαριστ. εἰς πρᾶγμά τι, ὡς τὸ [[στέργω]], [[ἀσπάζομαι]]· ἀγ. τοῖς ὑπάρχουσιν ἀγαθοῖς, Λυσ. 192. 26· τοῖς πεπραγμένοις, Δημ. 13. 11. 4) ὡς τὸ [[στέργω]], μετ’ αἰτ. πράγμ., [[μηκέτι]] τὴν ἐλευθερίαν ἀγ., Ἰσοκρ. 69D, τὰ παρόντα, Δημ. 70. 20· πρβλ. Ἀριστ. Ῥητορ. 1. 2, 23. 5) σπανίως μ. γεν., ἵνα ... τῆς ἀξίας ἀγαπῶσιν, ἵνα ὦσιν εὐχαριστημένοι μὲ τὴν προσήκουσαν ἀξίαν (τιμήν), Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 3.7. 6) ἀπολ., εἶμαι εὐχαριστημένος, ἀγαπήσαντες, Λυκούργ. 157. 5· πρβλ. Λουκ. Νεκυομ. 17. 7) μετ’ ἀπαρ., εὐχαριστοῦμαι νὰ [[πράττω]] τι, [[συνηθίζω]] νὰ [[πράττω]] τι, ὡς τὸ [[φιλέω]], τοὺς Λυκίους ἀγαπῶντας [[τρίχωμα]] φέρειν, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 14· ὡσαύτ. Παρὰ τοῖς Ο΄.
}}
}}
{{bailly
{{bailly