3,273,757
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιβᾰρέω''': ([[ἐπίβαρυς]]) [[ἐπιβαρύνω]], [[καταβαρύνω]], ἐν τῷ Παθ., εἰσφοράς, δι’ ἃς oι πένητες ἐπιβαροῦνταί τε καὶ ἀναγκάζονται δανείσματα ποιεῖν Διον. Ἁλ. 4. 9· | |lstext='''ἐπιβᾰρέω''': ([[ἐπίβαρυς]]) [[ἐπιβαρύνω]], [[καταβαρύνω]], ἐν τῷ Παθ., εἰσφοράς, δι’ ἃς oι πένητες ἐπιβαροῦνταί τε καὶ ἀναγκάζονται δανείσματα ποιεῖν Διον. Ἁλ. 4. 9· μετὰ δοτ., [[βαρέως]] [[πιέζω]] τινά, τοῖς ἠτυχηκόσι Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 31, πρβλ. 15. καὶ 5. 107:- Μέσ., μέλλ. ἐπιβαρήσομαι, μετὰ παθ. σημασ. θα ἐπιβαρυνθῶ, ἔτι [[μᾶλλον]] ἐν τῷ πορίζειν τὸ [[ἀργύριον]] ἐπιβαρησομένων Διον. Ἁλ. 8. 73· ἀόρ. Παθ., ὑπὸ τῶν δανείων ἐπιβαρηθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 9, πρβλ. 52. Ὅρα τὸν διαλεχτικὸν τύπον ἐπιζαρέω. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |