ἐπιβαρέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ"
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιβᾰρέω''': ([[ἐπίβαρυς]]) [[ἐπιβαρύνω]], [[καταβαρύνω]], ἐν τῷ Παθ., εἰσφοράς, δι’ ἃς oι πένητες ἐπιβαροῦνταί τε καὶ ἀναγκάζονται δανείσματα ποιεῖν Διον. Ἁλ. 4. 9· [[μετὰ]] δοτ., [[βαρέως]] [[πιέζω]] τινά, τοῖς ἠτυχηκόσι Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 31, πρβλ. 15. καὶ 5. 107:- Μέσ., μέλλ. ἐπιβαρήσομαι, [[μετὰ]] παθ. σημασ. θα ἐπιβαρυνθῶ, ἔτι [[μᾶλλον]] ἐν τῷ πορίζειν τὸ [[ἀργύριον]] ἐπιβαρησομένων Διον. Ἁλ. 8. 73· ἀόρ. Παθ., ὑπὸ τῶν δανείων ἐπιβαρηθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 9, πρβλ. 52. Ὅρα τὸν διαλεχτικὸν τύπον ἐπιζαρέω.
|lstext='''ἐπιβᾰρέω''': ([[ἐπίβαρυς]]) [[ἐπιβαρύνω]], [[καταβαρύνω]], ἐν τῷ Παθ., εἰσφοράς, δι’ ἃς oι πένητες ἐπιβαροῦνταί τε καὶ ἀναγκάζονται δανείσματα ποιεῖν Διον. Ἁλ. 4. 9· μετὰ δοτ., [[βαρέως]] [[πιέζω]] τινά, τοῖς ἠτυχηκόσι Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 31, πρβλ. 15. καὶ 5. 107:- Μέσ., μέλλ. ἐπιβαρήσομαι, μετὰ παθ. σημασ. θα ἐπιβαρυνθῶ, ἔτι [[μᾶλλον]] ἐν τῷ πορίζειν τὸ [[ἀργύριον]] ἐπιβαρησομένων Διον. Ἁλ. 8. 73· ἀόρ. Παθ., ὑπὸ τῶν δανείων ἐπιβαρηθῆναι Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 9, πρβλ. 52. Ὅρα τὸν διαλεχτικὸν τύπον ἐπιζαρέω.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR