3,265,501
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερίσχω''': [[ὑπερέχω]], ἔχω [[ὑπεράνω]], τὸ δὲ πολὺ [[πλῆθος]]... προβαῖνον εἰς τὴν λίμνην ἔμενε τὰς κεφαλὰς αὐτὰς [[ὑπὲρ]] τὸ ὑγρὸν ὑπερίσχον Πολύβ. 3. 84, 9. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑψοῦμαι [[ὑπεράνω]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 4. 2) [[ὑπερέχω]], ὑπερίσχουσι τῷ ἰσχύειν [[αὐτόθι]] 1. 15, 3· | |lstext='''ὑπερίσχω''': [[ὑπερέχω]], ἔχω [[ὑπεράνω]], τὸ δὲ πολὺ [[πλῆθος]]... προβαῖνον εἰς τὴν λίμνην ἔμενε τὰς κεφαλὰς αὐτὰς [[ὑπὲρ]] τὸ ὑγρὸν ὑπερίσχον Πολύβ. 3. 84, 9. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑψοῦμαι [[ὑπεράνω]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 19, 4. 2) [[ὑπερέχω]], ὑπερίσχουσι τῷ ἰσχύειν [[αὐτόθι]] 1. 15, 3· μετὰ γεν., [[ὑπερισχύω]], νικῶ, [[δίκη]] δ’ [[ὑπὲρ]] ὕβριος ἴσχει Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 215· μετ’ αἰτ., τὸ [[πάθος]] ὑπ. τὴν αἰδῶ Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12. 3) ὑπερμαχῶ, Ἀνθ. Παλατ. 6. 268. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |