ατελέσφορος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
(6)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ ἀτελέσφορος, -ον) [[τελεσφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], [[ανώφελος]], [[μάταιος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν ωριμάζει τους καρπούς του.
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀτελέσφορος]], -ον) [[τελεσφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], [[ανώφελος]], [[μάταιος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν ωριμάζει τους καρπούς του.
}}
}}

Latest revision as of 06:37, 10 May 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀτελέσφορος, -ον) τελεσφόρος
νεοελλ.
ο χωρίς αποτέλεσμα, ανώφελος, μάταιος
μσν.
αυτός που δεν ωριμάζει τους καρπούς του.