ατελέσφορος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
(6) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ ἀτελέσφορος, -ον) [[τελεσφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], [[ανώφελος]], [[μάταιος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν ωριμάζει τους καρπούς του. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀτελέσφορος]], -ον) [[τελεσφόρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], [[ανώφελος]], [[μάταιος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν ωριμάζει τους καρπούς του. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:37, 10 May 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀτελέσφορος, -ον) τελεσφόρος
νεοελλ.
ο χωρίς αποτέλεσμα, ανώφελος, μάταιος
μσν.
αυτός που δεν ωριμάζει τους καρπούς του.