κατορθωτικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα"
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατορθωτικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[κατορθωτής]]<br />ο [[ικανός]] να κατορθώνει, ο [[κατάλληλος]] να επιτυγχάνει («[[περί]] [[πάντα]] μὲν ταῡτα ὁ [[ἀγαθός]] [[κατορθωτικός]] ἐστιν, ὁ δὲ [[κακός]], [[ἁμαρτητικός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατορθωτικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] [[αυτού]] που επιτυγχάνει («καὶ τὸ σὸν ἐν μάχαις γενναῖον καὶ ἀεὶ κατορθωτικόν», Νικ.Χων.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατορθωτής]] («εὐτυχὴς καὶ κατορθωτικὸς εὐθὺς ἐν ταῖς πρώταις γενόμενος μάχαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενάρετος]], [[αγαθός]], [[αγνός]].
|mltxt=[[κατορθωτικός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[κατορθωτής]]<br />ο [[ικανός]] να κατορθώνει, ο [[κατάλληλος]] να επιτυγχάνει («[[περί]] [[πάντα]] μὲν ταῦτα ὁ [[ἀγαθός]] [[κατορθωτικός]] ἐστιν, ὁ δὲ [[κακός]], [[ἁμαρτητικός]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατορθωτικόν</i><br />η [[ιδιότητα]] [[αυτού]] που επιτυγχάνει («καὶ τὸ σὸν ἐν μάχαις γενναῖον καὶ ἀεὶ κατορθωτικόν», Νικ.Χων.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[κατορθωτής]] («εὐτυχὴς καὶ κατορθωτικὸς εὐθὺς ἐν ταῖς πρώταις γενόμενος μάχαις», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ενάρετος]], [[αγαθός]], [[αγνός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm