εξ αδιαιρέτου: Difference between revisions
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(Created page with "{{grml |mltxt=<b>επιρρ. φρ.</b>) «εξ αδιαιρέτου», λέγεται για να δηλώσει τη συγκυριότητα πολλών δικαι...") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>επιρρ. φρ.</b>) «[[εξ αδιαιρέτου]]», λέγεται για να δηλώσει τη [[συγκυριότητα]] πολλών δικαιούχων [[πάνω]] στο ίδιο [[αντικείμενο]]. Βλέπε [[αδιαίρετος]]. | |mltxt=<b>επιρρ. φρ.</b>) «[[εξ αδιαιρέτου]]» ([[ab indiviso]]), λέγεται για να δηλώσει τη [[συγκυριότητα]] πολλών δικαιούχων [[πάνω]] στο ίδιο [[αντικείμενο]]. Βλέπε [[αδιαίρετος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:18, 22 December 2021
Greek Monolingual
επιρρ. φρ.) «εξ αδιαιρέτου» (ab indiviso), λέγεται για να δηλώσει τη συγκυριότητα πολλών δικαιούχων πάνω στο ίδιο αντικείμενο. Βλέπε αδιαίρετος.