δύσποτμος: Difference between revisions

m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
mNo edit summary
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δύσποτμος''': -ον, ἄτυχος, κακότυχος, [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]]· ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δ. [[θεός]], ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 119· δ. [[βοῦς]], ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 306· δ. εὐχαί, κατάραι, ὁ αὐτ. Θήβ. 819· [[ὡσαύτως]] παρὰ Σοφ. καὶ [[συχν]]. παρ’ Εὐρ., πρβλ. Ἀριστιφ. Ἀχ. 419· συγκρ. δυσποτμώτερος Εὐρ. Φοιν. 1348. ― Ἐπίρρ. -μως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 272· ὑπερθ. -ότατα, Πλούτ. Φαβ. 18.
|lstext='''δύσποτμος''': -ον, ἄτυχος, κακότυχος, [[δυστυχής]], [[ἄθλιος]]· ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, δ. [[θεός]], ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 119· δ. [[βοῦς]], ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 306· δ. εὐχαί, κατάραι, ὁ αὐτ. Θήβ. 819· [[ὡσαύτως]] παρὰ Σοφ. καὶ συχν. παρ’ Εὐρ., πρβλ. Ἀριστιφ. Ἀχ. 419· συγκρ. δυσποτμώτερος Εὐρ. Φοιν. 1348. ― Ἐπίρρ. -μως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 272· ὑπερθ. -ότατα, Πλούτ. Φαβ. 18.
}}
}}
{{bailly
{{bailly