παραμένω: Difference between revisions

m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραμένω''': ποιητ. παρμένω, ὡς καὶ νῦν, [[μένω]] πλησίον, [[οὐδέ]] τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινε Ἰλ. Λ. 402, πρβλ. Ο. 400· παράμεινον τὸν βίον ἡμῖν, μεῖνον παρ’ ἡμῖν διὰ βίου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1108· [[παρά]] τινι Αἰσχίν. 8. 6, [[συχν]]. παρὰ Πλάτ.· - ἐπὶ δούλων, [[διαμένω]] [[πιστός]], ἀντίθετον τῷ [[δραπετεύω]], [[ἀποδιδράσκω]], ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 97D, Ξεν. Οἰκ. 3, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 1608a· [[ἐντεῦθεν]], Παρμένων, = [[πιστός]], [[ὄνομα]] δούλου, Μένανδρος, κλ.· πρβλ. [[παραμόνιμος]] 2. ΙΙ. ἀπολ., [[μένω]] εἰς τὴν θέσιν μου, [[διαμένω]], Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταί, παρμένετ’ Ἰλ. Ν. 151, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 82., 6. 14, Ἀριστοφ. Πλ. 440, κλ.· πληρέστερον, μάχαις τλάμονι ψυχᾷ π. Πινδ. Π. 1. 93 παρμένοντας [[αὐτόθι]] 8.58· π. ἐν ὀργᾷ [[αὐτόθι]] 1. 173 πρὸς τὰ ὑπόλοιπα τῶν ἔργων Θουκ. 3. 10· ἀδύνατός εἰμι ... παραμένειν, δηλ. παρὰ τῇ στρατιᾷ, ὁ αὐτ. 7. 15· ἐπὶ τῆς τύχης, [[διαμένω]] σταθερά, παραμένει γὰρ οὐδὲ ἓν Μένανδρος ἐν «Ἀνδρογύνῳ» 4. 2) [[διαμένω]] ἔν τινι τόπῳ, [[μένω]] [[ὀπίσω]] ἢ κατ’ οἶκον, Ἡρόδ. 1. 64, Ἀντιφῶν 130. 44, Ἀνδοκ. 1. 8. 3) ἐπιζῶ, [[διαμένω]] ζῶν, Ἡρόδ. 1. 30, πρβλ. 3. 57. 4) ἐπὶ πραγμάτων, [[διαμένω]], διαρκῶ, ἀεὶ παραμένουσα [ἡ [[φύσις]]] Εὐρ. Ἠλ. 942· π. ἡ [[πολιτεία]] Λυσ. 174. 20 αἱ εὐπραγίαι Ἰσοκρ. 142C· ἡ [[ὑγίεια]] Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17, κτλ.· - ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, [[μένω]] πλησίον τινός, [[παραμένω]], Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 37· ἐπὶ χρημάτων, παραμενεῖν αὑτῷ δοκῶν [[τἀργύριον]] οὐκ ἐφείδετ’ Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2. 1, Μένανδρος ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 2· [[οὕτως]] ἐπὶ οἴνου ὡς τὸ [[συμμένω]], [[διαμένω]] [[καλός]], [[μένω]] [[ἀβλαβής]], εἰς τριγονίαν π. ἐν ἀπιττώτοις ἄγγεσι Στράβ. 516, πρβλ Πλούτ. 2. 655F.
|lstext='''παραμένω''': ποιητ. παρμένω, ὡς καὶ νῦν, [[μένω]] πλησίον, [[οὐδέ]] τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινε Ἰλ. Λ. 402, πρβλ. Ο. 400· παράμεινον τὸν βίον ἡμῖν, μεῖνον παρ’ ἡμῖν διὰ βίου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1108· [[παρά]] τινι Αἰσχίν. 8. 6, συχν. παρὰ Πλάτ.· - ἐπὶ δούλων, [[διαμένω]] [[πιστός]], ἀντίθετον τῷ [[δραπετεύω]], [[ἀποδιδράσκω]], ὁ αὐτ. ἐν Μένωνι 97D, Ξεν. Οἰκ. 3, 4, Συλλ. Ἐπιγρ. 1608a· [[ἐντεῦθεν]], Παρμένων, = [[πιστός]], [[ὄνομα]] δούλου, Μένανδρος, κλ.· πρβλ. [[παραμόνιμος]] 2. ΙΙ. ἀπολ., [[μένω]] εἰς τὴν θέσιν μου, [[διαμένω]], Τρῶες καὶ Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταί, παρμένετ’ Ἰλ. Ν. 151, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 82., 6. 14, Ἀριστοφ. Πλ. 440, κλ.· πληρέστερον, μάχαις τλάμονι ψυχᾷ π. Πινδ. Π. 1. 93 παρμένοντας [[αὐτόθι]] 8.58· π. ἐν ὀργᾷ [[αὐτόθι]] 1. 173 πρὸς τὰ ὑπόλοιπα τῶν ἔργων Θουκ. 3. 10· ἀδύνατός εἰμι ... παραμένειν, δηλ. παρὰ τῇ στρατιᾷ, ὁ αὐτ. 7. 15· ἐπὶ τῆς τύχης, [[διαμένω]] σταθερά, παραμένει γὰρ οὐδὲ ἓν Μένανδρος ἐν «Ἀνδρογύνῳ» 4. 2) [[διαμένω]] ἔν τινι τόπῳ, [[μένω]] [[ὀπίσω]] ἢ κατ’ οἶκον, Ἡρόδ. 1. 64, Ἀντιφῶν 130. 44, Ἀνδοκ. 1. 8. 3) ἐπιζῶ, [[διαμένω]] ζῶν, Ἡρόδ. 1. 30, πρβλ. 3. 57. 4) ἐπὶ πραγμάτων, [[διαμένω]], διαρκῶ, ἀεὶ παραμένουσα [ἡ [[φύσις]]] Εὐρ. Ἠλ. 942· π. ἡ [[πολιτεία]] Λυσ. 174. 20 αἱ εὐπραγίαι Ἰσοκρ. 142C· ἡ [[ὑγίεια]] Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17, κτλ.· - ἐπὶ τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, [[μένω]] πλησίον τινός, [[παραμένω]], Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 37· ἐπὶ χρημάτων, παραμενεῖν αὑτῷ δοκῶν [[τἀργύριον]] οὐκ ἐφείδετ’ Τιμοκλῆς ἐν «Ἐπιστολαῖς» 2. 1, Μένανδρος ἐν «Δυσκόλῳ» 2. 2· [[οὕτως]] ἐπὶ οἴνου ὡς τὸ [[συμμένω]], [[διαμένω]] [[καλός]], [[μένω]] [[ἀβλαβής]], εἰς τριγονίαν π. ἐν ἀπιττώτοις ἄγγεσι Στράβ. 516, πρβλ Πλούτ. 2. 655F.
}}
}}
{{bailly
{{bailly