3,274,129
edits
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στενάζω''': Τραγικ.· μέλλ. -άξω Λυκόφρ. 973, (ἀνα-) Εὐρ. Ι. Τ. 656· - ἀόρ. ἐστέναξα Ἀττ. - Παθητ., πρκμ. ἐστέναγμαι Λυκόφρ. 412. Κυρίως θαμιστικὸν τοῦ [[στένω]], ἀναστενάζω [[συχνάκις]], [[βαρέως]], [[καθόλου]], [[στενάζω]], [[γογγύζω]], [[οἰμώζω]], Αἰσχύλ. Πρ. 696, Πέρσ. 1046, Εὐμ. 789, Σοφ. Φιλ. 916· ἐπ’ ἄτῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1299· στ. κακοῖς Εὐρ. Ἄλκ. 199, πρβλ. Φοιν. 1035· | |lstext='''στενάζω''': Τραγικ.· μέλλ. -άξω Λυκόφρ. 973, (ἀνα-) Εὐρ. Ι. Τ. 656· - ἀόρ. ἐστέναξα Ἀττ. - Παθητ., πρκμ. ἐστέναγμαι Λυκόφρ. 412. Κυρίως θαμιστικὸν τοῦ [[στένω]], ἀναστενάζω [[συχνάκις]], [[βαρέως]], [[καθόλου]], [[στενάζω]], [[γογγύζω]], [[οἰμώζω]], Αἰσχύλ. Πρ. 696, Πέρσ. 1046, Εὐμ. 789, Σοφ. Φιλ. 916· ἐπ’ ἄτῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1299· στ. κακοῖς Εὐρ. Ἄλκ. 199, πρβλ. Φοιν. 1035· συχν. μετ’ οὐδ. ἐπιθ., οἰκτρόν, δεινὸν στ. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 104, ἐν Μηδ. 1184· πολλά, μέγα στ. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1143, ἐν Ι. Τ. 957· τί ἐστέναξας τοῦτο; διὰ τί γογγύζεις οὕτω; [[αὐτόθι]] 550· [[ἐντεῦθεν]] μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., παιᾶνα στ. ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 578, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 753· ἀρὰς τέκνοις ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 334· πηλίκον τί ποτ’ ἂν στενάξειαν; Δημ. 690. 18. 2) μεταβ. ἀναστενάζω διά τι, θρηνῶ τι, πότμον Σοφ. Ἀντ. 882, πρβλ. Ο. Κ. 1672, Εὐρ. Ι. Τ. 550, κτλ.· τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1640, ἐν Βάκχ. 1028, Δημ. 835. 12. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |