νεωτερίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεωτερίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, Θουκ. 4. 51· ([[νεώτερος]] ΙΙ)· ― ἐπιχειρῶ μεταβολάς, νεωτερισμούς, καινοτομῶ, μεταχειρίζομαι βίαια μέτρα, [[συχν]]. μετ’ ἀορ. ἀντωνυμ., μὴ [[σφῷν]] πέρι ν. μηδὲν Θουκ. 1. 58· ἔς τινα ν. τι ὁ αὐτὸς 4. 51· ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον ὁ αὐτ. 2. 3, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 5, Δημ. 664. 9· ν. [[περί]] τινα Ἰσοκρ. 423Α· περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικὴν Πλάτ. Ρητ. 424Β· ἐν ταῖς παιδιαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C. 2) μεταβ., καὶ αἱ νύκτες ἐπιγιγνόμεναι [[τοὐναντίον]] μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἐς ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον, διὰ τῆς ἀποτόμου μεταβολῆς τῆς θερμοκρασίας ἐπενήργουν ἐπὶ τῶν σωμάτων [[οὕτως]] [[ὥστε]] ἐπέφερον ἀσθένειαν, Θουκ. 7. 87. ΙΙ. ἐπιχειρῶ πολιτικὰς μεταβολάς, [[διεγείρω]] στάσιν, [[στασιάζω]], Λατ. res novas tentare, νεωτερίζειν συμφέρει τοῖς ἀτυχοῦσιν Ἀντιφῶν 120. 12· πρὸς τοὺς συμμάχους νεωτερίζοντας Θουκ. 1. 97, πρβλ. 102· ν. ἔργῳ ὁ αὐτ. 3. 66· νεωτερίζειν ἐβούλετο ἐς τὸ [[πλῆθος]] Λυσ. 159. 26· πρβλ. Θουκ. 4. 51· ν. [[περί]] τι Πλάτ. Πολ. 424Β· ἔν τινι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C τὸ νεωτερίζον, ἡ στασιάζουσα μερὶς τῶν πολιτῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. 2· ν. τὴν πολιτείαν, [[ἐγείρω]] στάσιν ἐν τῇ πολιτείᾳ, Θουκ. 1. 115. ― Παθ., ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν ὁ αὐτ. 8. 73, πρβλ. 4. 76.
|lstext='''νεωτερίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, Θουκ. 4. 51· ([[νεώτερος]] ΙΙ)· ― ἐπιχειρῶ μεταβολάς, νεωτερισμούς, καινοτομῶ, μεταχειρίζομαι βίαια μέτρα, συχν. μετ’ ἀορ. ἀντωνυμ., μὴ [[σφῷν]] πέρι ν. μηδὲν Θουκ. 1. 58· ἔς τινα ν. τι ὁ αὐτὸς 4. 51· ἐς οὐδένα οὐδὲν ἐνεωτέριζον ὁ αὐτ. 2. 3, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 5, Δημ. 664. 9· ν. [[περί]] τινα Ἰσοκρ. 423Α· περὶ γυμναστικὴν καὶ μουσικὴν Πλάτ. Ρητ. 424Β· ἐν ταῖς παιδιαῖς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C. 2) μεταβ., καὶ αἱ νύκτες ἐπιγιγνόμεναι [[τοὐναντίον]] μετοπωριναὶ καὶ ψυχραὶ τῇ μεταβολῇ ἐς ἀσθένειαν ἐνεωτέριζον, διὰ τῆς ἀποτόμου μεταβολῆς τῆς θερμοκρασίας ἐπενήργουν ἐπὶ τῶν σωμάτων [[οὕτως]] [[ὥστε]] ἐπέφερον ἀσθένειαν, Θουκ. 7. 87. ΙΙ. ἐπιχειρῶ πολιτικὰς μεταβολάς, [[διεγείρω]] στάσιν, [[στασιάζω]], Λατ. res novas tentare, νεωτερίζειν συμφέρει τοῖς ἀτυχοῦσιν Ἀντιφῶν 120. 12· πρὸς τοὺς συμμάχους νεωτερίζοντας Θουκ. 1. 97, πρβλ. 102· ν. ἔργῳ ὁ αὐτ. 3. 66· νεωτερίζειν ἐβούλετο ἐς τὸ [[πλῆθος]] Λυσ. 159. 26· πρβλ. Θουκ. 4. 51· ν. [[περί]] τι Πλάτ. Πολ. 424Β· ἔν τινι ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 798C τὸ νεωτερίζον, ἡ στασιάζουσα μερὶς τῶν πολιτῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. προοίμ. 2· ν. τὴν πολιτείαν, [[ἐγείρω]] στάσιν ἐν τῇ πολιτείᾳ, Θουκ. 1. 115. ― Παθ., ἐνεωτερίζετο τὰ περὶ τὴν ὀλιγαρχίαν ὁ αὐτ. 8. 73, πρβλ. 4. 76.
}}
}}
{{bailly
{{bailly