καταληπτικός: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kataliptikos
|Transliteration C=kataliptikos
|Beta Code=katalhptiko/s
|Beta Code=katalhptiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[able to check]], τοῦ θορυβητικοῦ <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1380</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[conveying direct apprehension]] of an object, κ. φαντασία <span class="title">Stoic.</span>2.26, etc.; κ. λόγος Phld.<span class="title">Rh.</span> 2.120 S.; τὸ -κόν <span class="bibl">M.Ant.4.22</span>. Adv. -κῶς [[by direct apprehension]], Stoic.2.27; [[manifestly]], φαίνεσθαι <span class="bibl">Cleom.1.8</span>.</span>
|Definition=ή, όν,<br><span class="bld">A</span> [[able to check]], καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ [[θορυβητικός|θορυβητικοῦ]] = [[superlatively]] [[terminative]] of the [[obstreperative]], Ar.Eq.1380.<br><span class="bld">2</span> [[convey]]ing [[direct]] [[apprehension]] of an [[object]], καταληπτικὴ [[φαντασία]] Stoic.2.26, etc.; καταληπτικὸς [[λόγος]] Phld.Rh. 2.120 S.; [[τὸ καταληπτικόν]] = [[understanding]] [[faculty]] M.Ant.4.22. Adv. [[καταληπτικῶς]] = [[by direct apprehension]], Stoic.2.27; [[manifestly]], [[φαίνεσθαι]] Cleom.1.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταληπτικός''': -ή, -όν, δυνάμενος νὰ καταλάβῃ ἢ ἀναχαιτίσῃ, κ. τοῦ θορυβητικοῦ, «προκαταλαμβανόμενος τοὺς ἀκούοντας [[ὥστε]] θόρυβον μὴ κινῆσαι» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1380. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, δυνάμενος νὰ ἐννοήσῃ, κ. [[φαντασία]] Διογ. Λ. 9. 11, Πλούτ. 2. 889Ε, κτλ.· τὸ -κόν, ἡ [[δύναμις]] τῆς ἀντιλήψεως, τοῦ ἐννοεῖν, Μ. Ἀντων. 4. 22.― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ [[βάθος]], ἐντελῶς, μαθητευθέντες καταληπτικῶς ἐπιγνώσονται Κλήμ. Ἀλ. 378, κτλ. ΙΙ. ὑποκείμενος εἰς νόσον, κατάληψιν ἢ καταληψίαν, ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Moschio Muliebr. αἱ ληθαργικαὶ καὶ κ. ἀπὸ τῶν ἀναληπτικῶν χωρίζονται.
|lstext='''καταληπτικός''': -ή, -όν, δυνάμενος νὰ καταλάβῃ ἢ ἀναχαιτίσῃ, κ. τοῦ θορυβητικοῦ, «προκαταλαμβανόμενος τοὺς ἀκούοντας [[ὥστε]] θόρυβον μὴ κινῆσαι» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1380. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, δυνάμενος νὰ ἐννοήσῃ, καταληπτικὴ [[φαντασία]] Διογ. Λ. 9. 11, Πλούτ. 2. 889Ε, κτλ.· τὸ καταληπτικόν, ἡ [[δύναμις]] τῆς ἀντιλήψεως, τοῦ ἐννοεῖν, Μ. Ἀντων. 4. 22.― Ἐπίρρ. [[καταληπτικῶς]], κατὰ [[βάθος]], ἐντελῶς, μαθητευθέντες καταληπτικῶς ἐπιγνώσονται Κλήμ. Ἀλ. 378, κτλ. ΙΙ. ὑποκείμενος εἰς νόσον, κατάληψιν ἢ καταληψίαν, ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Moschio Muliebr. αἱ ληθαργικαὶ καὶ κ. ἀπὸ τῶν ἀναληπτικῶν χωρίζονται.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καταληπτικός -η -ον [καταλαμβάνω] in staat in toom te houden, met gen.: κ. τοῦ θορυβητικοῦ in staat de rumoerige massa in toom te houden Aristoph. Eq. 1380. begrips-, in staat tot begrip: fil. κ. φαντασία een mentale voorstelling die gepaard gaat met begrip (van het object van waarneming).
|elnltext=καταληπτικός -η -ον [καταλαμβάνω] [[in staat in toom te houden]], met gen.: καταληπτικός τοῦ θορυβητικοῦ in staat de rumoerige massa in toom te houden Aristoph. Eq. 1380. begrips-, in staat tot begrip: fil. κ. [[φαντασία]] een mentale voorstelling die gepaard gaat met begrip (van het object van waarneming).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταληπτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> останавливающий, прекращающий: κ. τοῦ θορυβητικοῦ Arph. умеющий унимать шум;<br /><b class="num">2)</b> схватывающий, восприимчивый ([[φαντασία]] Plut., Luc., Sext.).
|elrutext='''καταληπτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[останавливающий]], [[прекращающий]]: καταληπτικός τοῦ θορυβητικοῦ Arph. умеющий унимать шум;<br /><b class="num">2)</b> [[схватывающий]], [[восприимчивый]] ([[φαντασία]] Plut., Luc., Sext.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καταληπτικός]], ή, όν [[καταλαβεῖν]]<br />[[able]] to [[keep]] [[down]] or [[check]], c. gen., Ar.
|mdlsjtxt=[[καταληπτικός]], ή, όν [[καταλαβεῖν]]<br />[[able]] to [[keep]] [[down]] or [[check]], c. gen., Ar.
}}
}}