πλοῖον: Difference between revisions

m
Text replacement - "πλοῑον" to "πλοῖον"
mNo edit summary
m (Text replacement - "πλοῑον" to "πλοῖον")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[πλοῖον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάθε]] πλωτό [[σκάφος]] και [[κυρίως]] μεγάλων διαστάσεων, [[καράβι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αλιευτικό [[πλοίο]]» και «πλοῑον αλιευτικόν» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αλιεία]], ψαράδικο.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> (σύμφωνα με τον Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου) [[κάθε]] [[σκάφος]] προορισμένο να μετακινείται επί τών υδάτων [[προς]] [[μεταφορά]] προσώπων ή πραγμάτων, [[ρυμούλκηση]], επιθαλάσσια [[αρωγή]], [[αλιεία]], [[αναψυχή]], επιστημονικές έρευνες ή [[άλλο]] ναυτιλιακό σκοπό<br /><b>2.</b> (σύμφωνα με τον κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου) [[κάθε]] [[σκάφος]] που έχει καθαρή [[χωρητικότητα]] [[δέκα]] [[τουλάχιστον]] κόρων και [[είναι]] προωρισμένο να κινείται στη [[θάλασσα]] με δική του [[δύναμη]] πλεύσης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «αδελφά πλοία» — πλοία που έχουν ναυπηγηθεί με τις ίδιες προδιαγραφές, έχουν [[συνήθως]] τα [[ίδια]] χαρακτηριστικά, όπως [[μήκος]], [[πλάτος]], [[βύθισμα]], [[ταχύτητα]], μεταφορική [[ικανότητα]], ναυπηγούνται ταυτόχρονα ή [[σχεδόν]] ταυτόχρονα, [[κατά]] κανόνα από την [[ίδια]] [[εταιρεία]], και τις περισσότερες φορές έχουν παραγγελθεί από την [[ίδια]] ναυτιλιακή [[εταιρεία]]<br />β) «ακτοπλοϊκό [[πλοίο]]» — επιβατηγό, επιβατηγό-[[οχηματαγωγό]], επιβατηγό-φορτηγό ή φορτηγό [[πλοίο]] που εκτελεί μεταφορές μόνο στις εσωτερικές θάλασσες μιας χώρας<br />γ) «αλιευτικό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αλιεία]] εσωτερικών θαλασσών, ανοιχτών θαλασσών, ωκεανών και ειδικών αλιευμάτων<br />δ) «[[δεξαμενόπλοιο]]» — [[πλοίο]] που προορίζεται [[κυρίως]] για τη [[μεταφορά]] αργού πετρελαίου από τους τόπους παραγωγής σε κέντρα διύλισης ή προϊόντων διύλισης του πετρελαίου από τα διυλιστήρια στους τόπους διανομής και κατανάλωσης, κν. [[τάνκερ]]<br />ε) «εμπορικό [[πλοίο]] ή [[πλοίο]] μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για τη [[μεταφορά]] εμπορευμάτων τα οποία τοποθετούνται σε κιβώτια ειδικών διαστάσεων, τα κοντέινερ, τα οποία στοιβάζονται στο [[πλοίο]] σε ειδικές υποδοχές στερεώσεως, με [[φορτωτήρα]] του πλοίου ή της ξηράς<br />στ) «επιβατηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] για τη [[μεταφορά]] προσώπων<br />ζ) «επιβατηγό-φορτηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] μικτής μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων<br />η) «θαλαμηγό [[πλοίο]]» — ιδιόκτητο [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αναψυχή]]<br />θ) «ιστιοφόρο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιεί ως κινητήρια [[δύναμη]] τον άνεμο ο [[οποίος]] προσπίπτει [[πάνω]] στα [[ιστία]] του, τα πανιά του<br />ι) «κωπήλατο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που κινείται με [[κουπιά]]<br />ια) «[[ναυαγοσωστικό]] [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που προσφέρει υπηρεσίες για επιθαλάσσια [[αρωγή]] και [[διάσωση]] σε πλοία που κινδυνεύουν<br />ιβ) «παγοθραυστικό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[διάνοιξη]] [[οδών]] πλεύσης σε παγωμένες θάλασσες και λιμάνια, θραύοντας τον πάγο [[καθώς]] έρχεται σε [[επαφή]] [[μαζί]] του και προκαλώντας ανοίγματα λίγο μεγαλύτερα από το [[πλάτος]] του σκάφους<br />ιγ) «πολεμικό [[πλοίο]]» — ειδικά κατασκευασμένο [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για πολεμικούς σκοπούς<br />ιδ) «πλοίοπορθμείο» — [[πλοίο]] για [[μεταφορά]] οχημάτων ή οχημάτων και προσώπων σε μικρές αποστάσεις και [[μέσα]] σε προστατευμένες ή κλειστές θαλάσσιες περιοχές, κν. φέρυμποτ<br />ιε) «[[πλοίο]] τύπου Roll-on, Roll-off» — [[πλοίο]] που μοιάζει με κλειστό [[οχηματαγωγό]] του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, [[αλλά]] έχει [[άνοιγμα]] για [[φορτοεκφόρτωση]] τών οχημάτων, τόσο στην [[πλώρη]] όσο και στην [[πρύμνη]], και [[συνήθως]] και πλευρικό [[άνοιγμα]], από το οποίο εκτείνεται [[προς]] την [[ξηρά]] επικλινές [[δάπεδο]] ή [[ράμπα]] για τις φορτοεκφορτώσεις, ενώ το εσωτερικό του μοιάζει με [[γκαράζ]] πάρκινγκ πολλών ορόφων, όπου σταθμεύουν τα αυτοκίνητα<br />ιστ) «πυρηνοκίνητο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιεί ως [[πηγή]] ενέργειας για την κίνησή του πυρηνικό αντιδραστήρα<br />ιζ) «[[ρυμουλκό]] [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] ειδικά κατασκευασμένο που χρησιμοποιείται για τη [[ρυμούλκηση]] άλλων πλοίων<br />ιη) «[[πλοίο]] με υδροπτερύγια» — [[σκάφος]] που [[είναι]] σχεδιασμένο [[κατά]] τρόπο ώστε να ανυψώνεται [[ολόκληρο]] [[επάνω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού [[καθώς]] αυξάνεται η ταχύτητά του και το οποίο υποστηρίζεται με υδροπτερύγια ειδικής κατασκευής, κν. [[δελφίνι]]<br />ιθ) «φορτηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που μεταφέρει [[ξηρά]] φορτία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλοῑον ἱππαγωγόν» — [[σκάφος]] κατάλληλο για να μεταφέρει άλογα<br />β) «πλοῑον [[λεπτόν]]» — μικρό [[σκάφος]], [[πλοιάριο]], [[καραβάκι]]<br />γ) «πλοῑον [[μακρόν]]» — πολεμικό [[πλοίο]], [[τριήρης]]<br />δ) «πλοῑον στρογγύλον [ἡ φορτηγικόν]» — [[σκάφος]] κατάλληλο για τη [[μεταφορά]] φορτίων, φορτηγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πλοῖον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλόFιον</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- και [[συναίρεση]]) αποτελεί παρ. της λ. [[πλόος]]/ [[πλοῦς]]. Η λ. [[πλοῖον]], η οποία δεν απαντά στον Όμ., χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] για τα εμπορικά πλοία, [[αλλά]] ορισμένες φορές, [[συνήθως]] [[μαζί]] με το επίθ. [[μακρόν]], και για τα πολεμικά και αντικατέστησε σε μτγν. [[εποχή]] τη λ. [[ναῦς]].
|mltxt=το / [[πλοῖον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάθε]] πλωτό [[σκάφος]] και [[κυρίως]] μεγάλων διαστάσεων, [[καράβι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αλιευτικό [[πλοίο]]» και «πλοῖον αλιευτικόν» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αλιεία]], ψαράδικο.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> (σύμφωνα με τον Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου) [[κάθε]] [[σκάφος]] προορισμένο να μετακινείται επί τών υδάτων [[προς]] [[μεταφορά]] προσώπων ή πραγμάτων, [[ρυμούλκηση]], επιθαλάσσια [[αρωγή]], [[αλιεία]], [[αναψυχή]], επιστημονικές έρευνες ή [[άλλο]] ναυτιλιακό σκοπό<br /><b>2.</b> (σύμφωνα με τον κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου) [[κάθε]] [[σκάφος]] που έχει καθαρή [[χωρητικότητα]] [[δέκα]] [[τουλάχιστον]] κόρων και [[είναι]] προωρισμένο να κινείται στη [[θάλασσα]] με δική του [[δύναμη]] πλεύσης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «αδελφά πλοία» — πλοία που έχουν ναυπηγηθεί με τις ίδιες προδιαγραφές, έχουν [[συνήθως]] τα [[ίδια]] χαρακτηριστικά, όπως [[μήκος]], [[πλάτος]], [[βύθισμα]], [[ταχύτητα]], μεταφορική [[ικανότητα]], ναυπηγούνται ταυτόχρονα ή [[σχεδόν]] ταυτόχρονα, [[κατά]] κανόνα από την [[ίδια]] [[εταιρεία]], και τις περισσότερες φορές έχουν παραγγελθεί από την [[ίδια]] ναυτιλιακή [[εταιρεία]]<br />β) «ακτοπλοϊκό [[πλοίο]]» — επιβατηγό, επιβατηγό-[[οχηματαγωγό]], επιβατηγό-φορτηγό ή φορτηγό [[πλοίο]] που εκτελεί μεταφορές μόνο στις εσωτερικές θάλασσες μιας χώρας<br />γ) «αλιευτικό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αλιεία]] εσωτερικών θαλασσών, ανοιχτών θαλασσών, ωκεανών και ειδικών αλιευμάτων<br />δ) «[[δεξαμενόπλοιο]]» — [[πλοίο]] που προορίζεται [[κυρίως]] για τη [[μεταφορά]] αργού πετρελαίου από τους τόπους παραγωγής σε κέντρα διύλισης ή προϊόντων διύλισης του πετρελαίου από τα διυλιστήρια στους τόπους διανομής και κατανάλωσης, κν. [[τάνκερ]]<br />ε) «εμπορικό [[πλοίο]] ή [[πλοίο]] μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για τη [[μεταφορά]] εμπορευμάτων τα οποία τοποθετούνται σε κιβώτια ειδικών διαστάσεων, τα κοντέινερ, τα οποία στοιβάζονται στο [[πλοίο]] σε ειδικές υποδοχές στερεώσεως, με [[φορτωτήρα]] του πλοίου ή της ξηράς<br />στ) «επιβατηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] για τη [[μεταφορά]] προσώπων<br />ζ) «επιβατηγό-φορτηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] μικτής μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων<br />η) «θαλαμηγό [[πλοίο]]» — ιδιόκτητο [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αναψυχή]]<br />θ) «ιστιοφόρο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιεί ως κινητήρια [[δύναμη]] τον άνεμο ο [[οποίος]] προσπίπτει [[πάνω]] στα [[ιστία]] του, τα πανιά του<br />ι) «κωπήλατο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που κινείται με [[κουπιά]]<br />ια) «[[ναυαγοσωστικό]] [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που προσφέρει υπηρεσίες για επιθαλάσσια [[αρωγή]] και [[διάσωση]] σε πλοία που κινδυνεύουν<br />ιβ) «παγοθραυστικό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[διάνοιξη]] [[οδών]] πλεύσης σε παγωμένες θάλασσες και λιμάνια, θραύοντας τον πάγο [[καθώς]] έρχεται σε [[επαφή]] [[μαζί]] του και προκαλώντας ανοίγματα λίγο μεγαλύτερα από το [[πλάτος]] του σκάφους<br />ιγ) «πολεμικό [[πλοίο]]» — ειδικά κατασκευασμένο [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για πολεμικούς σκοπούς<br />ιδ) «πλοίοπορθμείο» — [[πλοίο]] για [[μεταφορά]] οχημάτων ή οχημάτων και προσώπων σε μικρές αποστάσεις και [[μέσα]] σε προστατευμένες ή κλειστές θαλάσσιες περιοχές, κν. φέρυμποτ<br />ιε) «[[πλοίο]] τύπου Roll-on, Roll-off» — [[πλοίο]] που μοιάζει με κλειστό [[οχηματαγωγό]] του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, [[αλλά]] έχει [[άνοιγμα]] για [[φορτοεκφόρτωση]] τών οχημάτων, τόσο στην [[πλώρη]] όσο και στην [[πρύμνη]], και [[συνήθως]] και πλευρικό [[άνοιγμα]], από το οποίο εκτείνεται [[προς]] την [[ξηρά]] επικλινές [[δάπεδο]] ή [[ράμπα]] για τις φορτοεκφορτώσεις, ενώ το εσωτερικό του μοιάζει με [[γκαράζ]] πάρκινγκ πολλών ορόφων, όπου σταθμεύουν τα αυτοκίνητα<br />ιστ) «πυρηνοκίνητο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιεί ως [[πηγή]] ενέργειας για την κίνησή του πυρηνικό αντιδραστήρα<br />ιζ) «[[ρυμουλκό]] [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] ειδικά κατασκευασμένο που χρησιμοποιείται για τη [[ρυμούλκηση]] άλλων πλοίων<br />ιη) «[[πλοίο]] με υδροπτερύγια» — [[σκάφος]] που [[είναι]] σχεδιασμένο [[κατά]] τρόπο ώστε να ανυψώνεται [[ολόκληρο]] [[επάνω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού [[καθώς]] αυξάνεται η ταχύτητά του και το οποίο υποστηρίζεται με υδροπτερύγια ειδικής κατασκευής, κν. [[δελφίνι]]<br />ιθ) «φορτηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που μεταφέρει [[ξηρά]] φορτία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλοῖον ἱππαγωγόν» — [[σκάφος]] κατάλληλο για να μεταφέρει άλογα<br />β) «πλοῖον [[λεπτόν]]» — μικρό [[σκάφος]], [[πλοιάριο]], [[καραβάκι]]<br />γ) «πλοῖον [[μακρόν]]» — πολεμικό [[πλοίο]], [[τριήρης]]<br />δ) «πλοῖον στρογγύλον [ἡ φορτηγικόν]» — [[σκάφος]] κατάλληλο για τη [[μεταφορά]] φορτίων, φορτηγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πλοῖον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλόFιον</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- και [[συναίρεση]]) αποτελεί παρ. της λ. [[πλόος]]/ [[πλοῦς]]. Η λ. [[πλοῖον]], η οποία δεν απαντά στον Όμ., χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] για τα εμπορικά πλοία, [[αλλά]] ορισμένες φορές, [[συνήθως]] [[μαζί]] με το επίθ. [[μακρόν]], και για τα πολεμικά και αντικατέστησε σε μτγν. [[εποχή]] τη λ. [[ναῦς]].
}}
}}
{{elru
{{elru