3,270,342
edits
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ogkodis | |Transliteration C=ogkodis | ||
|Beta Code=o)gkw/dhs | |Beta Code=o)gkw/dhs | ||
|Definition=(A), ες, ([[ὄγκος]] B) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[swelling]], [[rounded]], <b class="b3">πλευρὰ ἡ . . πρὸς τὴν γαστέρα | |Definition=(A), ες, ([[ὄγκος]] B) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[swelling]], [[rounded]], <b class="b3">πλευρὰ ἡ . . πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα</b>, of a [[horse]], <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>1.12</span>; <b class="b3">μέρος τι ὀ</b>. (sc. <b class="b3">τοῦ οἰσοφάγου</b>) <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>674b24</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[bulky]], <b class="b3">σώματα ὀγκώδη</b>, of [[bird]]s, ib.<span class="bibl">694a11</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">GA</span>749b32</span> (Comp.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> metaph., [[puffed up]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Men.</span>90a</span>; τὸ ἡρωικὸν . . ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων [[weightiest]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Po.</span>1459b35</span>; ὀγκώδη ποιήματα [[bombastic]], <span class="bibl">Phld. <span class="title">Po.</span>5.5</span>; [[τὸ ὀγκῶδες]] = [[turgidity]], <span class="bibl">D.H.<span class="title">Din.</span>7</span>, Heraclid. Pont. ap. <span class="bibl">Ath.4.624d</span>.</span><br />(B), ες, ([[ὀγκάομαι]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[given to braying]], ὄνων ὀγκωδέστερος <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>12.34</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀγκώδης''': -ες, ([[ὄγκος]] Β, [[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὄγκον, πλευρὰ ἡ … πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 12· [[μέρος]] τι ὀγκ. (δηλ. τοῦ οἰσοφάγου) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9. 2) [[μέγας]] τὰς διαστάσεις, ὅσων τὰ σώματα ὀγκ., ἐπὶ πτηνῶν, [[αὐτόθι]] 4. 12, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1. ΙΙ) μεταφ., οὐχ [[ὑπερήφανος]] δοκῶν [[εἶναι]] [[πολίτης]] οὐδὲ [[ὀγκώδης]] τε καὶ [[ἐπαχθής]], ἀλλὰ [[κόσμιος]] καὶ εὐσταλὴς ἀνὴρ Πλάτ. Μένων 90A· τὸ ἡρωικὸν ... ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων, τὸ πληρέστατον, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 9· ― τὸ ὀγκῶδες, ὁ [[κόμπος]], [[στόμφος]], Διον. Ἁλ. περὶ Δεινάρχ. 7, Ἀθήν. 624D. | |lstext='''ὀγκώδης''': -ες, ([[ὄγκος]] Β, [[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὄγκον, πλευρὰ ἡ … πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 12· [[μέρος]] τι ὀγκ. (δηλ. τοῦ οἰσοφάγου) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9. 2) [[μέγας]] τὰς διαστάσεις, ὅσων τὰ σώματα ὀγκ., ἐπὶ πτηνῶν, [[αὐτόθι]] 4. 12, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1. ΙΙ) μεταφ., οὐχ [[ὑπερήφανος]] δοκῶν [[εἶναι]] [[πολίτης]] οὐδὲ [[ὀγκώδης]] τε καὶ [[ἐπαχθής]], ἀλλὰ [[κόσμιος]] καὶ εὐσταλὴς ἀνὴρ Πλάτ. Μένων 90A· τὸ ἡρωικὸν ... ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων, τὸ πληρέστατον, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 9· ― [[τὸ ὀγκῶδες]], ὁ [[κόμπος]], [[στόμφος]], Διον. Ἁλ. περὶ Δεινάρχ. 7, Ἀθήν. 624D. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (ΑΜ [[ὀγκώδης]], -ῶδες) [[όγκος | |mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (ΑΜ [[ὀγκώδης]], -ῶδες) [[όγκος]] (Ι)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλο όγκο, [[παχύς]], [[χοντρός]] φουσκωμένος (α. «[[ογκώδης]] [[τόμος]]» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν [[γαστέρα]] ὀγκωδεστέρα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[στομφώδης]], [[πομπώδης]] («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άκομψος]], [[βαρύς]], [[μπατάλικος]], [[χοντροκομμένος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει μεγάλες διαστάσεις, [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κομπάζει, [[επηρμένος]] («οὐδὲ [[ὀγκώδης]] τε καὶ [[ἐπαχθής]], ἀλλὰ [[κόσμιος]] καὶ εὐσταλὴς [[πολίτης]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που βαρύνει περισσότερο, ο πληρέστερος («τὸ ἡρωϊκόν... ὀγκωδέστερον τῶν μέτρων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για όρχηση και για την αιολική [[αρμονία]]) [[μεγαλοπρεπής]], [[εντυπωσιακός]]<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ογκώδες</i><br />ο [[στόμφος]], το πομπώδες ύφος, η [[κομπορρημοσύνη]]·<br /><b>(II)</b><br />[[ὀγκώδης]], ὀγκῶδες (Α) [[ογκώμαι]]<br />αυτός που [[είναι]] [[επιρρεπής]] στο να ονκάται, να γκαρίζει («[[ὄνος]] ὀγκωδέστερος», Αιλ.). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |