πιάνω: Difference between revisions

No change in size ,  27 May 2022
m
Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ"
mNo edit summary
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜ<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] με το [[χέρι]] και το [[κρατώ]], [[κρατώ]], [[κατέχω]], [[βαστώ]] (α. «να γιατρευτεί το [[χέρι]] μου, να πιάσω το [[σπαθί]] μου», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «[[ὅταν]] τὴν [[πέρδικα]] ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις) [[καταλαμβάνω]], [[προσβάλλω]], [[κυριεύω]] κάποιον, [[παρουσιάζομαι]], [[συμβαίνω]] σε κάποιον (α. «μέ πιάνει [[μελαγχολία]]» β. «μέ έπιασε [[ελονοσία]]» β. «[[τρόμος]] ἐκείνην ἔπιασε, [[μεγίστη]] δὲ [[δειλία]]», Διγ. Ακρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>πιάνομαι</i><br />(για [[μέλη]] του σώματος) [[παθαίνω]] μόνιμη ή παροδική [[παράλυση]], [[παραλύω]] (α. «πιάστηκε το [[πόδι]] του» β. «πώς δέν ἐπιάστ' ἡ χείρα του ἀνηλεῶς εκείνου», Διγ. Ακρ.)<br /><b>4.</b> [[αρχίζω]] [[κάτι]], [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] (α. «έπιασαν την [[κουβέντα]]» β. «[[πιάνω]] δουλειά» γ. «ἀφῆκε γοῦν τὰ γράμματα κι ἐπίασεν [[ἄλλην]] τέχνην», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>5.</b> (με πρότ. που εισάγεται με το να) [[επιχειρώ]], [[αρχίζω]] να (α. «έπιασα να σού γράψω» β. «ὡς [[ἦσαν]] τὰ καλίγια μου πλήρεις ἐξεσχισμένα ἐπιασα [[τάχα]] τε μικρὸν νὰ τὰ περισουφρώσω», Πρόδρ.)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[κρίνω]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως («ως του φανεί ας το πιάσει», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «ἔπιασε λύπην ἄπειρον τὸν χωρισμὸν τῆς κόρης», Διγ. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αρπάζω]], [[αδράχνω]] («κι αρπαχτικά τήν [[πιάνω]] και τή φίλησα», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]], [[παίρνω]] [[κάτι]] από [[κάτω]] («[[μονοχεριάρι]] το 'πιάσε και [[πίσω]] του το ρίχτει», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] στα χέρια για να το μεταχειριστώ, [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] («έπιασα τη [[βελόνα]], αν και [[είναι]] [[γιορτή]]»)<br /><b>3.</b> (με [[άρνηση]]) [[αποφεύγω]] [[κάτι]] συστηματικά («αυτός δεν πιάνει [[βιβλίο]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> εξαρτώμαι από κάποιον, [[μπαίνω]] [[κάτω]] από την [[προστασία]] του (α. «πιάστηκε από καλούς ανθρώπους» β. «πιάστηκε από [[τζάκι]]»)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> γαντζώνομαι, αγκιστρώνομαι από [[κάτι]] («πιάστηκε από ένα [[καρφί]]»)<br /><b>6.</b> [[σφηνώνω]], [[φρακάρω]], εμποδίζομαι από [[κάτι]] («το [[κλειδί]] πιάνει [[κάπου]] και δεν γυρίζει»)<br /><b>7.</b> συμπλέκομαι, [[έρχομαι]] στα χέρια, τσακώνομαι («πιάστηκαν και τους χώρισα»)<br /><b>8.</b> [[μάχομαι]], [[πολεμώ]], [[φθάνω]] σε εμπόλεμη [[κατάσταση]] («πιάστηκαν οι Σέρβοι με τους Κροάτες»)<br /><b>9.</b> [[μαλώνω]], [[τρέφω]] αμοιβαία [[εχθρότητα]] με κάποιον, [[είμαι]] μαλωμένος («είμαστε πιασμένοι με τον Κώστα»)<br /><b>10.</b> [[συλλαμβάνω]], [[βάζω]] στο [[χέρι]], [[θηρεύω]] [[ιδίως]] [[έπειτα]] από [[καταδίωξη]] ή [[ενέδρα]] («μια [[πέρδικα]] παινεύτηκε πως δεν τήν πιάνει [[κυνηγός]]»)<br /><b>11.</b> [[αιχμαλωτίζω]], [[συλλαμβάνω]] κάποιον («τον Κίτσο [[τόνε]] πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>12.</b> [[καταλαμβάνω]] επ' αυτοφώρω («τον έπιασαν την ώρα που έκλεβε»)<br /><b>13.</b> [[ανακαλύπτω]], [[αποκαλύπτω]] κάποιον ως ένοχο μιας πράξης («τον έπιασα να μέ κοροϊδεύει»)<br /><b>14.</b> (σχετικά με [[γυναίκα]]) [[κατακτώ]], [[κάνω]] [[φιλενάδα]] («δεν πιάνονται όλες οι γυναίκες»)<br /><b>15.</b> [[συναντώ]] ιδιαιτέρως κάποιον, [[επικοινωνώ]] προσωπικά με κάποιον («θα τον πιάσω και θα του ζητήσω τον λόγο»)<br /><b>16.</b> [[απαιτώ]] ιδιαιτέρως [[κάτι]] από κάποιον, [[επηρεάζω]] κάποιον για [[κάτι]] («έπιασα την [[επιτροπή]] για να επιτύχω τη δουλειά»)<br /><b>17.</b> (σε [[χαρτοπαίγνιο]]) [[παίρνω]] [[φύλλο]] και [[κερδίζω]] («έπιασα δύο φορές [[ρήγα]]»)<br /><b>18.</b> (σχετικά με χρήματα) [[εισπράττω]], [[κερδίζω]] («δεν [[πιάνω]] [[ούτε]] τα έξοδά μου»)<br /><b>19.</b> (για [[εμπόρευμα]] ή περιουσιακό [[στοιχείο]]) [[αξίζω]], έχω [[αξία]] («το [[διαμέρισμα]] πιάνει [[τρία]] εκατομμύρια»)<br /><b>20.</b> (μέσ. [[ιδίως]] στον αόρ.) <i>πιάστηκα</i><br />απέκτησα [[περιουσία]], απέκτησα κεφάλαια<br /><b>21.</b> (σχετικά με υγρά) [[γεμίζω]] («μάς έπιασε ένα [[κιλό]] από το [[γιοματάρι]]»)<br /><b>22.</b> (για δοχεία και άλλα σκεύη) [[μπορώ]] να περιλάβω, να χωρέσω («το [[βαρέλι]] πιάνει τριακόσια κιλά»)<br /><b>23.</b> [[καταλαμβάνω]], τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι, [[ιδίως]] με πολεμικό σκοπό, οχυρώνομαι («στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>24.</b> [[κατέχω]] («όλες οι θέσεις [[είναι]] πιασμένες»)<br /><b>25.</b> [[ενοικιάζω]], εγκαθίσταμαι [[κάπου]] με [[ενοίκιο]] («έπιασα [[σπίτι]] και [[μαγαζί]] στον ίδιο δρόμο»)<br /><b>26.</b> <b>μτφ.</b> [[φθάνω]], [[καταντώ]] σε κάποια [[ηλικία]] («έπιασε τα [[εξήντα]]»)<br /><b>27.</b> (για [[πλοίο]]) [[φθάνω]] στο ύψος ενός τόπου ή προσορμίζομαι σε ένα [[λιμάνι]] (α. «το [[πλοίο]] έπιασε τον κάβο» β. «πιάσαμε στη Σύρο»)<br /><b>28.</b> (για οδοιπόρους) [[ακολουθώ]] οδό ή [[κατεύθυνση]] («έπιασε τη [[ρεματιά]]»)<br /><b>29.</b> [[υφίσταμαι]] τη [[διαταραχή]] ή τον πόνο ενός οργάνου του σώματος («μέ έπιασε το [[κεφάλι]]»)<br /><b>30.</b> [[επιδρώ]] δυσάρεστα ή βλαπτικά σε ένα όργανο του σώματος ή σε μια [[αίσθηση]] ή φυσιολογική [[λειτουργία]] («τον έπιασε το [[λάδι]] στο λαιμό»)<br /><b>31.</b> (για [[ευχή]], [[κατάρα]], [[παράκληση]], εξορκισμό) [[επενεργώ]], [[φέρνω]] [[αποτέλεσμα]] («δεν μέ πιάνουν οι κατάρες»)<br /><b>32.</b> [[επιδρώ]] δραστικά, αποτελεσματικά [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τις ελιές δεν τίς έπιασε το [[αλάτι]]»)<br /><b>33.</b> <b>παθ.</b> [[μουδιάζω]] («πιάστηκε το [[χέρι]] μου»)<br /><b>34.</b> [[βρίσκω]] δουλειά, [[αρχίζω]] να [[εργάζομαι]] («έπιασα δουλειά σ' ένα [[γραφείο]]»)<br /><b>35.</b> <b>μέσ.</b> (για καταστάσεις) [[αρχίζω]], [[παίρνω]] [[υπόσταση]] («πώς πιάνεται η [[αγάπη]]»)<br /><b>36.</b> (πλεοναστικά με το <i>και</i> ή [[χωρίς]] το <i>καί</i>) [[αποφασίζω]], [[εκτελώ]] αποφασιστικά [[κάτι]] (α. «πιάνουν και γράφουν μια [[γραφή]]» β. «έπιασε κι έσκαψε [[μόνος]] του το [[χωράφι]]» γ. «πιάνει μηνάει της λυγερής», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>37.</b> (για [[φαγητό]]) καίγομαι, [[κολλάω]], [[τσικνίζω]] («έπιασε το φαΐ»)<br /><b>38.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα) εκδηλώνομαι, [[αρχίζω]] («θα πιάσει [[βροχή]] κι [[αέρας]]»)<br /><b>39.</b> προσαρμόζομαι, προσκολλώμαι [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[κολλάω]] («η [[μπογιά]] δεν έπιασε καλά»)<br /><b>40.</b> <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] εύκολα [[δεκτός]], [[κολλάω]], [[βρίσκω]] κατάλληλο [[έδαφος]] («οι ρετσινιές του δεν πιάνουν σε μένα»)<br /><b>41.</b> (για σπόρο ή [[φυτό]] ή [[μπόλι]]) [[φυτρώνω]], [[ριζοβολώ]] (α. «έπιασαν όλες οι τριανταφυλλιές» β. «δεν έπιασαν ὁλα τα [[μπόλια]] που έκανα στις αχλαδιές»)<br /><b>42.</b> (για το ζωικό [[σπέρμα]]) [[γονιμοποιώ]] το ωάριο, [[καθιστώ]] το θηλυκό έγκυο («στα μουλάρια δεν πιάνει [[κανένας]] [[σπόρος]]»)<br /><b>43.</b> [[γεμίζω]] από [[κάτι]] (α. «έπιασε ψείρες» β. «έπιασε το [[σπίτι]] κοριούς»)<br /><b>44.</b> <b>μέσ.</b> [[αποκτώ]] [[δύναμη]], [[ζωηρεύω]] με την [[ηλικία]], [[ενηλικιώνομαι]] («τα [[παιδιά]] του πιάστηκαν [[τώρα]] πια»)<br /><b>45.</b> (με [[κατηγορούμενο]]) [[καθιστώ]] κάποιον [[κάτι]] [[απέναντι]] μου (α. «τὸν έπιασε εχθρό με τη [[διαγωγή]] του» β. «αυτός δεν πιάνεται [[φίλος]]»)<br /><b>46.</b> [[αποκτώ]], [[δημιουργώ]], [[αρχίζω]] μια [[σχέση]] (α. «έπιασα έναν καλό φίλο» β. «[[πιάνω]] [[φιλία]]»)<br /><b>47.</b> <b>παθ.</b> [[υπολογίζομαι]], θεωρούμαι [[αξιόλογος]], λαμβάνομαι υπ' ὁψιν («δεν πιάνονται αυτά που λες εσύ»)<br /><b>48.</b> [[συνυπολογίζω]], [[συμπεριλαμβάνω]] («πιάνονται και τα δώρα στον [[μισθό]]»)<br /><b>49.</b> (παροιμ., φρ.) α) «ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται» — αυτός που κινδυνεύει καταφεύγει σε οποιοδήποτε [[μέσο]] σωτηρίας<br />β) «[[πιάνω]] τη [[μύτη]] μου» ή «απ' όπου να τον πιάσεις λερώνεσαι» — λέγεται ως [[έκφραση]] [[βδελυγμίας]]<br />γ) «πιάνομαι από [[ψηλά]]» ή «από μεγάλα» — [[ασχολούμαι]] με σπουδαία πράγματα<br />δ) «έπιασε μεγάλο [[ψάρι]]» — είχε [[μεγάλη]] [[επιτυχία]]<br />ε) «πιάνει πουλιά στον αέρα» — [[είναι]] πολύ [[επιδέξιος]]<br />στ) «πιάνει πουλιά με τα βρόχια» — [[είναι]] [[φυγόπονος]], [[χασομέρης]], [[τεμπέλης]]<br />ζ) «[[ποιος]] τον πιάνει [[τώρα]]» — [[αναφώνηση]] θριάμβου για [[μεγάλη]] [[επιτυχία]]<br />η) «πιάσε τον κασίδη, πάρε τα μαλλιά του» — αντίστοιχη [[προς]] την αρχαία ελληνική φρ. ουκ αν λάβοις [[παρά]] του μη έχοντος: από εκείνον που δεν έχει [[τίποτε]] δεν μπορείς να πάρεις [[τίποτε]]<br />θ) «πιάνομαι στα πράσα» — συλλαμβάνομαι επ' αυτοφώρω<br />ι) «όπου μέ πιάσεις κι ὁπου σέ πιάσω» — όποιος γελάσει τον [[άλλο]]<br />ια) «[[πιάνω]] κάποιον με το καλό» — [[προσπαθώ]] να επηρεάσω κάποιον με ήπιους τρόπους<br />ιβ) «δεν πιάνει [[μπάζα]] [[μπροστά]] σε κάποιον» — δεν μπορεί να αντιπαραταχθεί σε κάποιον, δεν [[είναι]] [[τίποτε]] [[μπροστά]] του<br />ιγ) «[[πιάνω]] γερό πόντο» — [[κατέχω]] σπουδαία [[θέση]], απ' ὁπου [[μπορώ]] να αντιμετωπίσω εύκολα κάποιον<br />ιδ) «δεν τά [[πιάνω]] τα λεφτά μου» — δεν μέ συμφέρει<br />ιε) «έπιασε [[πέντε]] παράδες και μάς κάνει τον καμπόσο» — [[μόλις]] απέκτησε [[λίγα]] χρήματα, μάς κάνει τον σπουδαίο<br />ιστ) «δεν τον πιάνει το [[μάτι]] σου» — δεν σού γεμίζει το [[μάτι]], δεν τον υπολογίζεις<br />ιζ) «[[πιάνω]] κάποιον στο [[στόμα]] μου» — [[αναφέρω]] το όνομα κάποιου, [[ιδίως]] για [[κακολογία]] ή [[κουτσομπολιό]]<br />ιη) «[[πιάνω]] το [[κρεβάτι]]» — κρεβατώνομαι, [[αρρωσταίνω]] ή [[μένω]] διαρκώς στο [[κρεβάτι]] από [[τεμπελιά]]<br />ιθ) «[[πιάνω]] [[τόπο]]» — χρησιμοποιούμαι [[κατάλληλα]], επωφελώς, [[αποβαίνω]] σε όφελος<br />κ) «μέ πιάνουν τα [[νεύρα]]» — εκνευρίζομαι, [[νευριάζω]], οργίζομαι<br />κα) «τον πιάνει το [[κρασί]]» — μεθάει εύκολα<br />κβ) «μέ πιάνει η [[θάλασσα]]» — καταλαμβάνομαι από [[ναυτία]], ζαλίζομαι<br />κγ) «μέ πιάνει ο [[ήλιος]]» — [[μαυρίζω]] από τον ήλιο<br />κδ) «πιάνεται η [[γλώσσα]] μου» ή «πιάνεται η [[φωνή]] μου» — δεν [[μπορώ]] να αρθρώσω [[λέξη]]<br />κε) «μέ έπιασε [[βροχή]] [ή [[χιόνι]] ή [[χαλάζι]] κ.λπ.]» — μέ κατέλαβε στον δρόμο [[βροχή]] [ή [[χιόνι]] ή [[χαλάζι]] κ.λπ.] κστ) «[[πιάνω]] [[μαγιά]]»<br />i) [[αποκτώ]] ή [[κατασκευάζω]] [[ζύμη]]<br />ii) <b>μτφ.</b> [[αποκτώ]] τις βασικές προϋποθέσεις για [[κάτι]]<br />κζ) «[[πιάνω]] [[κρέας]]» — [[παχαίνω]], [[γεμίζω]], [[γίνομαι]] [[εύσαρκος]]<br />κη) «[[πιάνω]] κάποιον (για) [[κορόιδο]]» ή «[[πιάνω]] στην [[κοροϊδία]]» — [[θεωρώ]], [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον ως αφελή, [[περιπαίζω]], [[κοροϊδεύω]] κάποιον<br />κθ) «[[πιάνω]] τα βουνά» — απομακρύνομαι, [[φεύγω]] [[μακριά]], [[γίνομαι]] [[άφαντος]]<br />λ) «[[πιάνω]] [[φωτιά]]» — [[ανάβω]], καίγομαι<br />λα) «[[πιάνω]] [[παιδί]]» ή «[[πιάνω]] εύκολα» — [[μένω]] [[έγκυος]]<br />λβ) «τήν έπιασαν οι πόνοι»<br />(για έγκυο) άρχισαν οι [[ωδίνες]] του τοκετού<br />λγ) «μέ πιάνει ο [[πόνος]]»<br />i) [[αρχίζω]] να [[πονώ]]<br />ii) [[συμπονώ]] κάποιον<br />λδ) «τά [[πιάνω]]» — δωροδοκούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἐπίασα</i> του [[πιάζω]], άλλου τ. του [[πιέζω]], [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>έφθασα</i>: [[φθάνω]], <i>έφθισα</i>: [[φθίνω]], <i>ἔχυσα</i>: [[χύνω]].
|mltxt=ΝΜ<br /><b>1.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] με το [[χέρι]] και το [[κρατώ]], [[κρατώ]], [[κατέχω]], [[βαστώ]] (α. «να γιατρευτεί το [[χέρι]] μου, να πιάσω το [[σπαθί]] μου», δημ. [[τραγούδι]]<br />β. «[[ὅταν]] τὴν [[πέρδικα]] ἰδεῖ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις) [[καταλαμβάνω]], [[προσβάλλω]], [[κυριεύω]] κάποιον, [[παρουσιάζομαι]], [[συμβαίνω]] σε κάποιον (α. «μέ πιάνει [[μελαγχολία]]» β. «μέ έπιασε [[ελονοσία]]» β. «[[τρόμος]] ἐκείνην ἔπιασε, [[μεγίστη]] δὲ [[δειλία]]», Διγ. Ακρ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>πιάνομαι</i><br />(για [[μέλη]] του σώματος) [[παθαίνω]] μόνιμη ή παροδική [[παράλυση]], [[παραλύω]] (α. «πιάστηκε το [[πόδι]] του» β. «πώς δέν ἐπιάστ' ἡ χείρα του ἀνηλεῶς εκείνου», Διγ. Ακρ.)<br /><b>4.</b> [[αρχίζω]] [[κάτι]], [[ασχολούμαι]] με [[κάτι]] (α. «έπιασαν την [[κουβέντα]]» β. «[[πιάνω]] δουλειά» γ. «ἀφῆκε γοῦν τὰ γράμματα κι ἐπίασεν [[ἄλλην]] τέχνην», Διήγ. Αχιλλ.)<br /><b>5.</b> (με πρότ. που εισάγεται με το να) [[επιχειρώ]], [[αρχίζω]] να (α. «έπιασα να σού γράψω» β. «ὡς [[ἦσαν]] τὰ καλίγια μου πλήρεις ἐξεσχισμένα ἐπιασα [[τάχα]] τε μικρὸν νὰ τὰ περισουφρώσω», Πρόδρ.)<br /><b>6.</b> <b>μτφ.</b> [[κρίνω]], [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως («ως του φανεί ας το πιάσει», <b>Ερωτόκρ.</b><br />β. «ἔπιασε λύπην ἄπειρον τὸν χωρισμὸν τῆς κόρης», Διγ. Ακρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αρπάζω]], [[αδράχνω]] («κι αρπαχτικά τήν [[πιάνω]] και τή φίλησα», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]], [[παίρνω]] [[κάτι]] από [[κάτω]] («[[μονοχεριάρι]] το 'πιάσε και [[πίσω]] του το ρίχτει», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] στα χέρια για να το μεταχειριστώ, [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] («έπιασα τη [[βελόνα]], αν και [[είναι]] [[γιορτή]]»)<br /><b>3.</b> (με [[άρνηση]]) [[αποφεύγω]] [[κάτι]] συστηματικά («αυτός δεν πιάνει [[βιβλίο]]»)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> εξαρτώμαι από κάποιον, [[μπαίνω]] [[κάτω]] από την [[προστασία]] του (α. «πιάστηκε από καλούς ανθρώπους» β. «πιάστηκε από [[τζάκι]]»)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> γαντζώνομαι, αγκιστρώνομαι από [[κάτι]] («πιάστηκε από ένα [[καρφί]]»)<br /><b>6.</b> [[σφηνώνω]], [[φρακάρω]], εμποδίζομαι από [[κάτι]] («το [[κλειδί]] πιάνει [[κάπου]] και δεν γυρίζει»)<br /><b>7.</b> συμπλέκομαι, [[έρχομαι]] στα χέρια, τσακώνομαι («πιάστηκαν και τους χώρισα»)<br /><b>8.</b> [[μάχομαι]], [[πολεμώ]], [[φθάνω]] σε εμπόλεμη [[κατάσταση]] («πιάστηκαν οι Σέρβοι με τους Κροάτες»)<br /><b>9.</b> [[μαλώνω]], [[τρέφω]] αμοιβαία [[εχθρότητα]] με κάποιον, [[είμαι]] μαλωμένος («είμαστε πιασμένοι με τον Κώστα»)<br /><b>10.</b> [[συλλαμβάνω]], [[βάζω]] στο [[χέρι]], [[θηρεύω]] [[ιδίως]] [[έπειτα]] από [[καταδίωξη]] ή [[ενέδρα]] («μια [[πέρδικα]] παινεύτηκε πως δεν τήν πιάνει [[κυνηγός]]»)<br /><b>11.</b> [[αιχμαλωτίζω]], [[συλλαμβάνω]] κάποιον («τον Κίτσο [[τόνε]] πιάσανε και παν να τον κρεμάσουν», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>12.</b> [[καταλαμβάνω]] επ' αυτοφώρω («τον έπιασαν την ώρα που έκλεβε»)<br /><b>13.</b> [[ανακαλύπτω]], [[αποκαλύπτω]] κάποιον ως ένοχο μιας πράξης («τον έπιασα να μέ κοροϊδεύει»)<br /><b>14.</b> (σχετικά με [[γυναίκα]]) [[κατακτώ]], [[κάνω]] [[φιλενάδα]] («δεν πιάνονται όλες οι γυναίκες»)<br /><b>15.</b> [[συναντώ]] ιδιαιτέρως κάποιον, [[επικοινωνώ]] προσωπικά με κάποιον («θα τον πιάσω και θα του ζητήσω τον λόγο»)<br /><b>16.</b> [[απαιτώ]] ιδιαιτέρως [[κάτι]] από κάποιον, [[επηρεάζω]] κάποιον για [[κάτι]] («έπιασα την [[επιτροπή]] για να επιτύχω τη δουλειά»)<br /><b>17.</b> (σε [[χαρτοπαίγνιο]]) [[παίρνω]] [[φύλλο]] και [[κερδίζω]] («έπιασα δύο φορές [[ρήγα]]»)<br /><b>18.</b> (σχετικά με χρήματα) [[εισπράττω]], [[κερδίζω]] («δεν [[πιάνω]] [[ούτε]] τα έξοδά μου»)<br /><b>19.</b> (για [[εμπόρευμα]] ή περιουσιακό [[στοιχείο]]) [[αξίζω]], έχω [[αξία]] («το [[διαμέρισμα]] πιάνει [[τρία]] εκατομμύρια»)<br /><b>20.</b> (μέσ. [[ιδίως]] στον αόρ.) <i>πιάστηκα</i><br />απέκτησα [[περιουσία]], απέκτησα κεφάλαια<br /><b>21.</b> (σχετικά με υγρά) [[γεμίζω]] («μάς έπιασε ένα [[κιλό]] από το [[γιοματάρι]]»)<br /><b>22.</b> (για δοχεία και άλλα σκεύη) [[μπορώ]] να περιλάβω, να χωρέσω («το [[βαρέλι]] πιάνει τριακόσια κιλά»)<br /><b>23.</b> [[καταλαμβάνω]], τοποθετούμαι, εγκαθίσταμαι, [[ιδίως]] με πολεμικό σκοπό, οχυρώνομαι («στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>24.</b> [[κατέχω]] («όλες οι θέσεις [[είναι]] πιασμένες»)<br /><b>25.</b> [[ενοικιάζω]], εγκαθίσταμαι [[κάπου]] με [[ενοίκιο]] («έπιασα [[σπίτι]] και [[μαγαζί]] στον ίδιο δρόμο»)<br /><b>26.</b> <b>μτφ.</b> [[φθάνω]], [[καταντώ]] σε κάποια [[ηλικία]] («έπιασε τα [[εξήντα]]»)<br /><b>27.</b> (για [[πλοίο]]) [[φθάνω]] στο ύψος ενός τόπου ή προσορμίζομαι σε ένα [[λιμάνι]] (α. «το [[πλοίο]] έπιασε τον κάβο» β. «πιάσαμε στη Σύρο»)<br /><b>28.</b> (για οδοιπόρους) [[ακολουθώ]] οδό ή [[κατεύθυνση]] («έπιασε τη [[ρεματιά]]»)<br /><b>29.</b> [[υφίσταμαι]] τη [[διαταραχή]] ή τον πόνο ενός οργάνου του σώματος («μέ έπιασε το [[κεφάλι]]»)<br /><b>30.</b> [[επιδρώ]] δυσάρεστα ή βλαπτικά σε ένα όργανο του σώματος ή σε μια [[αίσθηση]] ή φυσιολογική [[λειτουργία]] («τον έπιασε το [[λάδι]] στο λαιμό»)<br /><b>31.</b> (για [[ευχή]], [[κατάρα]], [[παράκληση]], εξορκισμό) [[επενεργώ]], [[φέρνω]] [[αποτέλεσμα]] («δεν μέ πιάνουν οι κατάρες»)<br /><b>32.</b> [[επιδρώ]] δραστικά, αποτελεσματικά [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τις ελιές δεν τίς έπιασε το [[αλάτι]]»)<br /><b>33.</b> <b>παθ.</b> [[μουδιάζω]] («πιάστηκε το [[χέρι]] μου»)<br /><b>34.</b> [[βρίσκω]] δουλειά, [[αρχίζω]] να [[εργάζομαι]] («έπιασα δουλειά σ' ένα [[γραφείο]]»)<br /><b>35.</b> <b>μέσ.</b> (για καταστάσεις) [[αρχίζω]], [[παίρνω]] [[υπόσταση]] («πώς πιάνεται η [[αγάπη]]»)<br /><b>36.</b> (πλεοναστικά με το <i>και</i> ή [[χωρίς]] το <i>καί</i>) [[αποφασίζω]], [[εκτελώ]] αποφασιστικά [[κάτι]] (α. «πιάνουν και γράφουν μια [[γραφή]]» β. «έπιασε κι έσκαψε [[μόνος]] του το [[χωράφι]]» γ. «πιάνει μηνάει της λυγερής», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>37.</b> (για [[φαγητό]]) καίγομαι, [[κολλάω]], [[τσικνίζω]] («έπιασε το φαΐ»)<br /><b>38.</b> (για [[φυσικά]] φαινόμενα) εκδηλώνομαι, [[αρχίζω]] («θα πιάσει [[βροχή]] κι [[αέρας]]»)<br /><b>39.</b> προσαρμόζομαι, προσκολλώμαι [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[κολλάω]] («η [[μπογιά]] δεν έπιασε καλά»)<br /><b>40.</b> <b>μτφ.</b> [[γίνομαι]] εύκολα [[δεκτός]], [[κολλάω]], [[βρίσκω]] κατάλληλο [[έδαφος]] («οι ρετσινιές του δεν πιάνουν σε μένα»)<br /><b>41.</b> (για σπόρο ή [[φυτό]] ή [[μπόλι]]) [[φυτρώνω]], [[ριζοβολώ]] (α. «έπιασαν όλες οι τριανταφυλλιές» β. «δεν έπιασαν ὁλα τα [[μπόλια]] που έκανα στις αχλαδιές»)<br /><b>42.</b> (για το ζωικό [[σπέρμα]]) [[γονιμοποιώ]] το ωάριο, [[καθιστώ]] το θηλυκό έγκυο («στα μουλάρια δεν πιάνει [[κανένας]] [[σπόρος]]»)<br /><b>43.</b> [[γεμίζω]] από [[κάτι]] (α. «έπιασε ψείρες» β. «έπιασε το [[σπίτι]] κοριούς»)<br /><b>44.</b> <b>μέσ.</b> [[αποκτώ]] [[δύναμη]], [[ζωηρεύω]] με την [[ηλικία]], [[ενηλικιώνομαι]] («τα [[παιδιά]] του πιάστηκαν [[τώρα]] πια»)<br /><b>45.</b> (με [[κατηγορούμενο]]) [[καθιστώ]] κάποιον [[κάτι]] [[απέναντι]] μου (α. «τὸν έπιασε εχθρό με τη [[διαγωγή]] του» β. «αυτός δεν πιάνεται [[φίλος]]»)<br /><b>46.</b> [[αποκτώ]], [[δημιουργώ]], [[αρχίζω]] μια [[σχέση]] (α. «έπιασα έναν καλό φίλο» β. «[[πιάνω]] [[φιλία]]»)<br /><b>47.</b> <b>παθ.</b> [[υπολογίζομαι]], θεωρούμαι [[αξιόλογος]], λαμβάνομαι υπ' ὁψιν («δεν πιάνονται αυτά που λες εσύ»)<br /><b>48.</b> [[συνυπολογίζω]], [[συμπεριλαμβάνω]] («πιάνονται και τα δώρα στον [[μισθό]]»)<br /><b>49.</b> (παροιμ., φρ.) α) «ο πνιγμένος απ' τα μαλλιά του πιάνεται» — αυτός που κινδυνεύει καταφεύγει σε οποιοδήποτε [[μέσο]] σωτηρίας<br />β) «[[πιάνω]] τη [[μύτη]] μου» ή «απ' όπου να τον πιάσεις λερώνεσαι» — λέγεται ως [[έκφραση]] [[βδελυγμίας]]<br />γ) «πιάνομαι από [[ψηλά]]» ή «από μεγάλα» — [[ασχολούμαι]] με σπουδαία πράγματα<br />δ) «έπιασε μεγάλο [[ψάρι]]» — είχε [[μεγάλη]] [[επιτυχία]]<br />ε) «πιάνει πουλιά στον αέρα» — [[είναι]] πολύ [[επιδέξιος]]<br />στ) «πιάνει πουλιά με τα βρόχια» — [[είναι]] [[φυγόπονος]], [[χασομέρης]], [[τεμπέλης]]<br />ζ) «[[ποιος]] τον πιάνει [[τώρα]]» — [[αναφώνηση]] θριάμβου για [[μεγάλη]] [[επιτυχία]]<br />η) «πιάσε τον κασίδη, πάρε τα μαλλιά του» — αντίστοιχη [[προς]] την αρχαία ελληνική φρ. ουκ αν λάβοις [[παρά]] του μη έχοντος: από εκείνον που δεν έχει [[τίποτε]] δεν μπορείς να πάρεις [[τίποτε]]<br />θ) «πιάνομαι στα πράσα» — συλλαμβάνομαι επ' αυτοφώρω<br />ι) «όπου μέ πιάσεις κι ὁπου σέ πιάσω» — όποιος γελάσει τον [[άλλο]]<br />ια) «[[πιάνω]] κάποιον με το καλό» — [[προσπαθώ]] να επηρεάσω κάποιον με ήπιους τρόπους<br />ιβ) «δεν πιάνει [[μπάζα]] [[μπροστά]] σε κάποιον» — δεν μπορεί να αντιπαραταχθεί σε κάποιον, δεν [[είναι]] [[τίποτε]] [[μπροστά]] του<br />ιγ) «[[πιάνω]] γερό πόντο» — [[κατέχω]] σπουδαία [[θέση]], απ' ὁπου [[μπορώ]] να αντιμετωπίσω εύκολα κάποιον<br />ιδ) «δεν τά [[πιάνω]] τα λεφτά μου» — δεν μέ συμφέρει<br />ιε) «έπιασε [[πέντε]] παράδες και μάς κάνει τον καμπόσο» — [[μόλις]] απέκτησε [[λίγα]] χρήματα, μάς κάνει τον σπουδαίο<br />ιστ) «δεν τον πιάνει το [[μάτι]] σου» — δεν σού γεμίζει το [[μάτι]], δεν τον υπολογίζεις<br />ιζ) «[[πιάνω]] κάποιον στο [[στόμα]] μου» — [[αναφέρω]] το όνομα κάποιου, [[ιδίως]] για [[κακολογία]] ή [[κουτσομπολιό]]<br />ιη) «[[πιάνω]] το [[κρεβάτι]]» — κρεβατώνομαι, [[αρρωσταίνω]] ή [[μένω]] διαρκώς στο [[κρεβάτι]] από [[τεμπελιά]]<br />ιθ) «[[πιάνω]] [[τόπο]]» — χρησιμοποιούμαι [[κατάλληλα]], επωφελώς, [[αποβαίνω]] σε όφελος<br />κ) «μέ πιάνουν τα [[νεύρα]]» — εκνευρίζομαι, [[νευριάζω]], οργίζομαι<br />κα) «τον πιάνει το [[κρασί]]» — μεθάει εύκολα<br />κβ) «μέ πιάνει η [[θάλασσα]]» — καταλαμβάνομαι από [[ναυτία]], ζαλίζομαι<br />κγ) «μέ πιάνει ο [[ήλιος]]» — [[μαυρίζω]] από τον ήλιο<br />κδ) «πιάνεται η [[γλώσσα]] μου» ή «πιάνεται η [[φωνή]] μου» — δεν [[μπορώ]] να αρθρώσω [[λέξη]]<br />κε) «μέ έπιασε [[βροχή]] [ή [[χιόνι]] ή [[χαλάζι]] κ.λπ.]» — μέ κατέλαβε στον δρόμο [[βροχή]] [ή [[χιόνι]] ή [[χαλάζι]] κ.λπ.] κστ) «[[πιάνω]] [[μαγιά]]»<br />i) [[αποκτώ]] ή [[κατασκευάζω]] [[ζύμη]]<br />ii) <b>μτφ.</b> [[αποκτώ]] τις βασικές προϋποθέσεις για [[κάτι]]<br />κζ) «[[πιάνω]] [[κρέας]]» — [[παχαίνω]], [[γεμίζω]], [[γίνομαι]] [[εύσαρκος]]<br />κη) «[[πιάνω]] κάποιον (για) [[κορόιδο]]» ή «[[πιάνω]] στην [[κοροϊδία]]» — [[θεωρώ]], [[μεταχειρίζομαι]] κάποιον ως αφελή, [[περιπαίζω]], [[κοροϊδεύω]] κάποιον<br />κθ) «[[πιάνω]] τα βουνά» — απομακρύνομαι, [[φεύγω]] [[μακριά]], [[γίνομαι]] [[άφαντος]]<br />λ) «[[πιάνω]] [[φωτιά]]» — [[ανάβω]], καίγομαι<br />λα) «[[πιάνω]] [[παιδί]]» ή «[[πιάνω]] εύκολα» — [[μένω]] [[έγκυος]]<br />λβ) «τήν έπιασαν οι πόνοι»<br />(για έγκυο) άρχισαν οι [[ωδίνες]] του τοκετού<br />λγ) «μέ πιάνει ο [[πόνος]]»<br />i) [[αρχίζω]] να [[πονώ]]<br />ii) [[συμπονώ]] κάποιον<br />λδ) «τά [[πιάνω]]» — δωροδοκούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἐπίασα</i> του [[πιάζω]], άλλου τ. του [[πιέζω]], [[κατά]] το [[σχήμα]] <i>έφθασα</i>: [[φθάνω]], <i>έφθισα</i>: [[φθίνω]], <i>ἔχυσα</i>: [[χύνω]].
}}
}}