θηριοδείκται: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue

Source
(17)
 
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=θηριοδεῑκται, οἱ (Α)<br />αυτοί που επιδεικνύουν άγρια ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> <i>δείκται</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δείκνυμι]])].
|mltxt=θηριοδεῖκται, οἱ (Α)<br />αυτοί που επιδεικνύουν άγρια ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> <i>δείκται</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δείκνυμι]])].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 27 May 2022

Greek Monolingual

θηριοδεῖκται, οἱ (Α)
αυτοί που επιδεικνύουν άγρια ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + δείκται (< δείκνυμι)].