κατακρημνίζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και καταγκρεμνίζω και καταγκρεμίζω (AM [[κατακρημνίζω]])<br />[[γκρεμίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] από [[ψηλά]] ή [[πετώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σε γκρεμό («κατεκρήμνιζον αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ κρημνοῡ», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> [[αποχωρίζω]] μια [[ουσία]] διαλύματος ώστε να κατακαθίσει ως [[ίζημα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κατεδαφίζω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνίζω]] «[[γκρεμίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] «[[γκρεμός]]»)].
|mltxt=και καταγκρεμνίζω και καταγκρεμίζω (AM [[κατακρημνίζω]])<br />[[γκρεμίζω]] κάποιον ή [[κάτι]] από [[ψηλά]] ή [[πετώ]] κάποιον ή [[κάτι]] σε γκρεμό («κατεκρήμνιζον αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ κρημνοῦ», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> [[αποχωρίζω]] μια [[ουσία]] διαλύματος ώστε να κατακαθίσει ως [[ίζημα]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[κατεδαφίζω]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κρημνίζω]] «[[γκρεμίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κρημνός]] «[[γκρεμός]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm