οβολός: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - " 1/6 " to " ⅙ ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ὀβολός]] και ὀβελ[λ]ός και [[ὀδελός]])<br />προδρομική [[μορφή]] του νομίσματος που χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] τους αρχαϊκούς χρόνους, που διατήρησε όμως την [[ονομασία]] και τη [[σχέση]] του με τη [[δραχμή]] [[κατά]] τους κλασικούς χρόνους και [[μέχρι]] το [[τέλος]] της αρχαιότητας και ισοδυναμούσε με το ⅙  της αττικής δραχμής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> χάλκινο [[κέρμα]] που είχε [[αξία]] [[πέντε]] λεπτών, πεντάλεπτο, [[πεντάρα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ελάχιστο χρηματικό [[ποσό]], ασήμαντη [[συνεισφορά]] («δεν αξίζει [[ούτε]] οβολό»)<br /><b>3.</b> <b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένο [[γένος]] βραχιονοπόδων που έζησαν [[κατά]] το κάμβριο σε αβαθή θαλάσσια νερά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «προσφέρετε τον οβολό σας» — δώστε ό,τι έχετε [[ευχαρίστηση]]<br />β) «[[οβολός]] της χήρας» — [[συνδρομή]] ελάχιστη μεν, που προσφέρεται όμως με όλη την [[καρδιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κερκυραϊκό [[νόμισμα]]<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] βάρους της αρχαίας Αθήνας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πολὺ τοῦ ὀβολοῡ» ή «μικρὸν τοῦ ὀβολοῡ» — ασήμαντο ή πολύτιμο [[πράγμα]]<br />β) «ἐν τοῑν δυοῑν ὀβολοῑν θεωρεῖν» — το να παρακολουθεί [[κανείς]] [[παράσταση]] έργου από [[θέση]] για την οποία καταβάλλονται δύο οβολοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[οβελός]]].
|mltxt=ο (Α [[ὀβολός]] και ὀβελ[λ]ός και [[ὀδελός]])<br />προδρομική [[μορφή]] του νομίσματος που χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] τους αρχαϊκούς χρόνους, που διατήρησε όμως την [[ονομασία]] και τη [[σχέση]] του με τη [[δραχμή]] [[κατά]] τους κλασικούς χρόνους και [[μέχρι]] το [[τέλος]] της αρχαιότητας και ισοδυναμούσε με το ⅙  της αττικής δραχμής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> χάλκινο [[κέρμα]] που είχε [[αξία]] [[πέντε]] λεπτών, πεντάλεπτο, [[πεντάρα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ελάχιστο χρηματικό [[ποσό]], ασήμαντη [[συνεισφορά]] («δεν αξίζει [[ούτε]] οβολό»)<br /><b>3.</b> <b>(παλαιοντ.)</b> απολιθωμένο [[γένος]] βραχιονοπόδων που έζησαν [[κατά]] το κάμβριο σε αβαθή θαλάσσια νερά<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «προσφέρετε τον οβολό σας» — δώστε ό,τι έχετε [[ευχαρίστηση]]<br />β) «[[οβολός]] της χήρας» — [[συνδρομή]] ελάχιστη μεν, που προσφέρεται όμως με όλη την [[καρδιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κερκυραϊκό [[νόμισμα]]<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] βάρους της αρχαίας Αθήνας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «πολὺ τοῦ ὀβολοῦ» ή «μικρὸν τοῦ ὀβολοῦ» — ασήμαντο ή πολύτιμο [[πράγμα]]<br />β) «ἐν τοῑν δυοῑν ὀβολοῑν θεωρεῖν» — το να παρακολουθεί [[κανείς]] [[παράσταση]] έργου από [[θέση]] για την οποία καταβάλλονται δύο οβολοί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[οβελός]]].
}}
}}