3,274,313
edits
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[τίτυλος]] Μ, και τίτουλας ΜΑ, και [[τίτλος]], ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[λέξη]] ή σύντομο [[κείμενο]] που δηλώνει το [[περιεχόμενο]] ενός συγγράμματος, ενός θεατρικού έργου, ενός κεφαλαίου ή παραγράφου, [[επικεφαλίδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] επιχείρησης, ιδρύματος, οργάνωσης, οργανισμού, εταιρείας<br /><b>2.</b> [[χαρακτηρισμός]], τιμητική [[διάκριση]] που αποκτά [[κανείς]] ύστερα από σπουδές ή [[μετά]] από [[μεγάλη]] [[επίδοση]] σε έναν τομέα δραστηριότητας (α. «[[ακαδημαϊκός]] [[τίτλος]]» β. «κατέκτησε τον τίτλο του πρωταθλητή»)<br /><b>3.</b> [[αξίωμα]], [[βαθμός]], οφίκιο, τιμητική [[προσηγορία]] (α. «του απονεμήθηκε ο [[τίτλος]] του διδάκτορος [[τιμής]] ένεκεν» β. «έχει τον τίτλο του επίτιμου προέδρου» γ. «φέρει τον τίτλο του δούκα»)<br /><b>4.</b> το γραπτό [[μέρος]] στην [[αρχή]] μιας κινηματογραφικής ταινίας στο οποίο δηλώνονται η [[ονομασία]] και οι συντελεστές της<br /><b>5.</b> (νομ.-οικον.) α) [[έγγραφο]] που αποτελεί αποδεικτικό [[μέσο]] ενός δικαιώματος (α. «[[τίτλος]] ιδιοκτησίας» β. «είχε πλαστούς τίτλους»)<br />β) (ειδικά) [[έγγραφο]] παραστατικό δικαιώματος συμμετοχής σε [[εταιρεία]] ή σε ομολογιακό [[δάνειο]], [[χρεώγραφο]], [[μετοχή]], [[ομολογία]] (α. «[[ονομαστικός]] [[τίτλος]]» β. ανώνυμοι τίτλοι»)<br /><b>6.</b> <b>χημ.</b> αριθμητικό δεδομένο που αντιστοιχεί στη [[σύσταση]] ενός διαλύματος<br /><b>7.</b> <b>(μεταλλ.)</b> ο [[λόγος]] του βάρους του πολύτιμου μετάλλου, που περιέχεται σε ένα [[κράμα]], [[προς]] το συνολικό [[βάρος]] του κράματος<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι τίτλοι</i><br />η [[μετάφραση]] τών διαλόγων σε ξενόγλωσση κινηματογραφική [[ταινία]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τίτλος]] κυριότητας»<br /><b>(νομ.)</b> νομικό [[γεγονός]] που με το [[σύνολο]] τών νόμιμων προϋποθέσεών του επιφέρει [[κτήση]] κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος<br />β) «[[νόμιμος]] [[τίτλος]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[τίτλος]] κυριότητας που, ενώ συγκεντρώνει όλους τους εξωτερικούς όρους και τύπους που απαιτεί ο [[νόμος]] για τον τρόπο της συγκεκριμένης μεταβίβασης της κυριότητας, εν τούτοις, λόγω κάποιου εσωτερικού ελαττώματος σε έναν ή περισσότερους από τους όρους αυτούς, δεν επέρχεται η σκοπούμενη [[μεταβίβαση]]<br />γ) «νομιζόμενος [[τίτλος]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[νόμιμος]] [[τίτλος]] κτήσης κυριότητας τον οποίο ο κάτοχός του πιστεύει καλόπιστα ως έγκυρο, ενώ ο [[τίτλος]] πάσχει από [[έλλειψη]] μιας εξωτερικής προϋπόθεσης από αυτές που απαιτούνται [[κατά]] νόμο για την ύπαρξή του<br />δ) «ανώνυμοι τίτλοι»<br /><b>(νομ.)</b> έγγραφα τα οποία ενσωματώνουν [[δικαίωμα]] [[υπέρ]] του [[εκάστοτε]] [[κομιστή]]<br />ε) «τίτλοι ευγενείας»<br /><b>(νομ.)</b> νομικά κατοχυρωμένες ονομασίες, με τις οποίες διακρίνεται το θετικό κοινωνικό [[καθεστώς]] ορισμένου φυσικού προσώπου-δικαιούχου του τίτλου λόγω καταγωγής, αγχιστείας, απονομής ή και ειδικής διαδοχής («φέρει τον τίτλο του [[κόμη]]»)<br />στ) «πιστωτικοί τίτλοι»<br /><b>(νομ.)</b> αξιόγραφα στα οποία, [[εκτός]] από την [[ενσωμάτωση]] του δικαιώματος, ισχύουν ορισμένες ειδικότερες αρχές, όπως [[είναι]] η [[αρχή]] της γραμματοπαγείας και η [[αρχή]] της αυτονομίας<br />ζ) «[[χρηματιστηριακός]] [[τίτλος]]» — τα διάφορα χρεώγραφα τα οποία [[είναι]] διαπραγματεύσιμα στο [[χρηματιστήριο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σημείωμα]], [[γράμμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιγραφή]], [[πινακίδα]] («ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾱτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ | |mltxt=ο, ΝΜΑ, και [[τίτυλος]] Μ, και τίτουλας ΜΑ, και [[τίτλος]], ἡ, Α<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[λέξη]] ή σύντομο [[κείμενο]] που δηλώνει το [[περιεχόμενο]] ενός συγγράμματος, ενός θεατρικού έργου, ενός κεφαλαίου ή παραγράφου, [[επικεφαλίδα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] επιχείρησης, ιδρύματος, οργάνωσης, οργανισμού, εταιρείας<br /><b>2.</b> [[χαρακτηρισμός]], τιμητική [[διάκριση]] που αποκτά [[κανείς]] ύστερα από σπουδές ή [[μετά]] από [[μεγάλη]] [[επίδοση]] σε έναν τομέα δραστηριότητας (α. «[[ακαδημαϊκός]] [[τίτλος]]» β. «κατέκτησε τον τίτλο του πρωταθλητή»)<br /><b>3.</b> [[αξίωμα]], [[βαθμός]], οφίκιο, τιμητική [[προσηγορία]] (α. «του απονεμήθηκε ο [[τίτλος]] του διδάκτορος [[τιμής]] ένεκεν» β. «έχει τον τίτλο του επίτιμου προέδρου» γ. «φέρει τον τίτλο του δούκα»)<br /><b>4.</b> το γραπτό [[μέρος]] στην [[αρχή]] μιας κινηματογραφικής ταινίας στο οποίο δηλώνονται η [[ονομασία]] και οι συντελεστές της<br /><b>5.</b> (νομ.-οικον.) α) [[έγγραφο]] που αποτελεί αποδεικτικό [[μέσο]] ενός δικαιώματος (α. «[[τίτλος]] ιδιοκτησίας» β. «είχε πλαστούς τίτλους»)<br />β) (ειδικά) [[έγγραφο]] παραστατικό δικαιώματος συμμετοχής σε [[εταιρεία]] ή σε ομολογιακό [[δάνειο]], [[χρεώγραφο]], [[μετοχή]], [[ομολογία]] (α. «[[ονομαστικός]] [[τίτλος]]» β. ανώνυμοι τίτλοι»)<br /><b>6.</b> <b>χημ.</b> αριθμητικό δεδομένο που αντιστοιχεί στη [[σύσταση]] ενός διαλύματος<br /><b>7.</b> <b>(μεταλλ.)</b> ο [[λόγος]] του βάρους του πολύτιμου μετάλλου, που περιέχεται σε ένα [[κράμα]], [[προς]] το συνολικό [[βάρος]] του κράματος<br /><b>8.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι τίτλοι</i><br />η [[μετάφραση]] τών διαλόγων σε ξενόγλωσση κινηματογραφική [[ταινία]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τίτλος]] κυριότητας»<br /><b>(νομ.)</b> νομικό [[γεγονός]] που με το [[σύνολο]] τών νόμιμων προϋποθέσεών του επιφέρει [[κτήση]] κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος<br />β) «[[νόμιμος]] [[τίτλος]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[τίτλος]] κυριότητας που, ενώ συγκεντρώνει όλους τους εξωτερικούς όρους και τύπους που απαιτεί ο [[νόμος]] για τον τρόπο της συγκεκριμένης μεταβίβασης της κυριότητας, εν τούτοις, λόγω κάποιου εσωτερικού ελαττώματος σε έναν ή περισσότερους από τους όρους αυτούς, δεν επέρχεται η σκοπούμενη [[μεταβίβαση]]<br />γ) «νομιζόμενος [[τίτλος]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[νόμιμος]] [[τίτλος]] κτήσης κυριότητας τον οποίο ο κάτοχός του πιστεύει καλόπιστα ως έγκυρο, ενώ ο [[τίτλος]] πάσχει από [[έλλειψη]] μιας εξωτερικής προϋπόθεσης από αυτές που απαιτούνται [[κατά]] νόμο για την ύπαρξή του<br />δ) «ανώνυμοι τίτλοι»<br /><b>(νομ.)</b> έγγραφα τα οποία ενσωματώνουν [[δικαίωμα]] [[υπέρ]] του [[εκάστοτε]] [[κομιστή]]<br />ε) «τίτλοι ευγενείας»<br /><b>(νομ.)</b> νομικά κατοχυρωμένες ονομασίες, με τις οποίες διακρίνεται το θετικό κοινωνικό [[καθεστώς]] ορισμένου φυσικού προσώπου-δικαιούχου του τίτλου λόγω καταγωγής, αγχιστείας, απονομής ή και ειδικής διαδοχής («φέρει τον τίτλο του [[κόμη]]»)<br />στ) «πιστωτικοί τίτλοι»<br /><b>(νομ.)</b> αξιόγραφα στα οποία, [[εκτός]] από την [[ενσωμάτωση]] του δικαιώματος, ισχύουν ορισμένες ειδικότερες αρχές, όπως [[είναι]] η [[αρχή]] της γραμματοπαγείας και η [[αρχή]] της αυτονομίας<br />ζ) «[[χρηματιστηριακός]] [[τίτλος]]» — τα διάφορα χρεώγραφα τα οποία [[είναι]] διαπραγματεύσιμα στο [[χρηματιστήριο]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σημείωμα]], [[γράμμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιγραφή]], [[πινακίδα]] («ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾱτος καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> [[κεφάλαιο]] βιβλίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στήλη]], λίθινο [[ανάθημα]] που φέρει [[επιγραφή]] («ἀνεστήσαμεν τὴν τίτλον ταύτην», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στίγμα]] του σώματος<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πτυχίον]] [[ἐπίγραμμα]] ἔχον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> λατ. <i>titulus</i> «[[επίγραμμα]], [[επιγραφή]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |