χείρων: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=χείρον / [[χείρων]], χεῑρον, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>)<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «επί τα χείρω» ή «επί το χείρον» — [[προς]] το χειρότερο, με [[μεταβολή]] [[προς]] [[επιδείνωση]] (α. «η [[οικονομία]] βαίνει [[συνεχώς]] επί τα χείρω» β. «ἀπὸ τῶν βελτιόνων ἐπὶ τὰ χείρω ἰέναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «δυοίν κακοίν προκειμένοιν το μη χείρον βέλτιστον» — θεωρεί [[κανείς]] κατ' ανάγκην ως καλό [[κάτι]], συγκρίνοντάς το με [[κάτι]] [[άλλο]], [[σαφώς]] χειρότερο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χειρότερος]], [[κατώτερος]] σε [[αξία]], [[ποιότητα]], [[ικανότητα]] («σὺ μὲν [[ἐσθλός]], ἐγὼ δὲ [[σέθεν]] πολὺ [[χείρων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σοβαρότερος, βαρύτερος («νόσον χείρονα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κακός]], [[φαύλος]] («ὅπού δ' ὁ [[χείρων]] τἀγαθοῡ μεῑζον σθένει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χεῑρον</i><br />η χειρότερη [[συμβουλή]], η χειρότερη [[πρόταση]]<br /><b>4.</b> (το άναρθρο ουδ. ως επίρρ.) <i>χεῑρον</i><br />α) [[χειρότερα]] («ἀδικήσομεν αὐτοὺς καὶ ποιήσομεν χεῑρον ζῆν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) λιγότερο, σε κατώτερο βαθμό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειρόνως]] Α<br />[[χειρότερα]], κατώτερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά τη συνηθέστερη [[άποψη]], ο τ. [[χείρων]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χερjων</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[μικρός]], [[κοντός]]» και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>hrasva</i>- «[[μικρός]], [[κοντός]]» και συγκριτ. <i>hras</i><i>ī</i><i>yas</i>-, αρχ. ιρλδ. <i>gair</i> «[[κοντός]]». Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο τ. [[χείρων]] [[είναι]] ο συγκριτ. [[βαθμός]] ενός σιγμόληκτου επιθ. <i>χερύς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χερεσ</i>-<i>F</i>-), ενώ ο τ. υπερθ. [[χείριστος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέριστος</i>) έχει σχηματιστεί [[κατά]] το [[μέγιστος]] ως [[προς]] το [[επίθημα]] και [[κατά]] το [[χείρων]] ως [[προς]] τον φωνηεντισμό του θ. Κατ' άλλους, [[ωστόσο]], ο τ. [[χείριστος]] έχει προέλθει από έναν τ. <i>χάριστος</i>, υπερθ. ενός αμάρτυρου επιθ. <i>χαρύς</i> (από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας), με φωνηεντισμό -<i>ει</i>-, για να διαφοροποιηθεί από τη λ. [[χάρις]]. Το θ. <i>χερεσ</i>-<i>F</i>-, [[πάντως]], του υποθετικού τ. <i>χερύς</i> επιβεβαιώνεται και από τη [[σειρά]] τών τ. ουδ. <i>χέρειον</i>: πληθ. [[χέρεια]]: θηλ. <i>χέρειες</i> /<i>χέρηες</i>, που έχουν σχηματιστεί [[κατά]] το [[σχήμα]] [[πλέον]]: <i>πλέα</i>: [[πλέες]]. Τέλος, οι υπόλοιποι σχηματισμοί που συνδέονται με τα [[χείρων]], [[χείριστος]] [[είναι]] [[μάλλον]] αναλογικοί: το [[χερείων]] [[κατά]] το [[ἀρείων]], τα [[χειρότερος]], [[χερειότερος]] [[κατά]] το [[ἀσσοτέρω]], συγκριτ. του [[ἆσσον]]].
|mltxt=χείρον / [[χείρων]], χεῑρον, ΝΜΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>)<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «επί τα χείρω» ή «επί το χείρον» — [[προς]] το χειρότερο, με [[μεταβολή]] [[προς]] [[επιδείνωση]] (α. «η [[οικονομία]] βαίνει [[συνεχώς]] επί τα χείρω» β. «ἀπὸ τῶν βελτιόνων ἐπὶ τὰ χείρω ἰέναι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «δυοίν κακοίν προκειμένοιν το μη χείρον βέλτιστον» — θεωρεί [[κανείς]] κατ' ανάγκην ως καλό [[κάτι]], συγκρίνοντάς το με [[κάτι]] [[άλλο]], [[σαφώς]] χειρότερο<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[χειρότερος]], [[κατώτερος]] σε [[αξία]], [[ποιότητα]], [[ικανότητα]] («σὺ μὲν [[ἐσθλός]], ἐγὼ δὲ [[σέθεν]] πολὺ [[χείρων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σοβαρότερος, βαρύτερος («νόσον χείρονα», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[κακός]], [[φαύλος]] («ὅπού δ' ὁ [[χείρων]] τἀγαθοῦ μεῑζον σθένει», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ χεῑρον</i><br />η χειρότερη [[συμβουλή]], η χειρότερη [[πρόταση]]<br /><b>4.</b> (το άναρθρο ουδ. ως επίρρ.) <i>χεῑρον</i><br />α) [[χειρότερα]] («ἀδικήσομεν αὐτοὺς καὶ ποιήσομεν χεῑρον ζῆν», <b>Πλάτ.</b>)<br />β) λιγότερο, σε κατώτερο βαθμό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[χειρόνως]] Α<br />[[χειρότερα]], κατώτερα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά τη συνηθέστερη [[άποψη]], ο τ. [[χείρων]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χερjων</i>) ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>gher</i>- «[[μικρός]], [[κοντός]]» και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. <i>hrasva</i>- «[[μικρός]], [[κοντός]]» και συγκριτ. <i>hras</i><i>ī</i><i>yas</i>-, αρχ. ιρλδ. <i>gair</i> «[[κοντός]]». Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο τ. [[χείρων]] [[είναι]] ο συγκριτ. [[βαθμός]] ενός σιγμόληκτου επιθ. <i>χερύς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>χερεσ</i>-<i>F</i>-), ενώ ο τ. υπερθ. [[χείριστος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέριστος</i>) έχει σχηματιστεί [[κατά]] το [[μέγιστος]] ως [[προς]] το [[επίθημα]] και [[κατά]] το [[χείρων]] ως [[προς]] τον φωνηεντισμό του θ. Κατ' άλλους, [[ωστόσο]], ο τ. [[χείριστος]] έχει προέλθει από έναν τ. <i>χάριστος</i>, υπερθ. ενός αμάρτυρου επιθ. <i>χαρύς</i> (από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας), με φωνηεντισμό -<i>ει</i>-, για να διαφοροποιηθεί από τη λ. [[χάρις]]. Το θ. <i>χερεσ</i>-<i>F</i>-, [[πάντως]], του υποθετικού τ. <i>χερύς</i> επιβεβαιώνεται και από τη [[σειρά]] τών τ. ουδ. <i>χέρειον</i>: πληθ. [[χέρεια]]: θηλ. <i>χέρειες</i> /<i>χέρηες</i>, που έχουν σχηματιστεί [[κατά]] το [[σχήμα]] [[πλέον]]: <i>πλέα</i>: [[πλέες]]. Τέλος, οι υπόλοιποι σχηματισμοί που συνδέονται με τα [[χείρων]], [[χείριστος]] [[είναι]] [[μάλλον]] αναλογικοί: το [[χερείων]] [[κατά]] το [[ἀρείων]], τα [[χειρότερος]], [[χερειότερος]] [[κατά]] το [[ἀσσοτέρω]], συγκριτ. του [[ἆσσον]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm