ἐπιρρίπτω: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῡ" to "οῦ"
m (Text replacement - "δεῑ" to "δεῖ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἐπιρριπτῶ, -έω (Α) (μόνο στον ενεστ. και πρτ.) [[ριπτώ]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[εναντίον]] κάποιου («καὶ γὰρ ξύλα μεγάλα ἐπερρίπτουν [[ἄνωθεν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε κάποιον («οἱ δὲ πολλοί στεφάνους ἐπιρριπτοῦν
|mltxt=ἐπιρριπτῶ, -έω (Α) (μόνο στον ενεστ. και πρτ.) [[ριπτώ]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[εναντίον]] κάποιου («καὶ γὰρ ξύλα μεγάλα ἐπερρίπτουν [[ἄνωθεν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε κάποιον («οἱ δὲ πολλοί στεφάνους ἐπιρριπτοῦν
τες καὶ λημνίσκους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για σκυλιά) [[ακολουθώ]] τα ίχνη, ρίχνομαι στα ίχνη («αἱ δ’ [[ἐπειδὰν]] λαμπρὰ ᾖ τὰ ἴχνη ἐπιρριπτοῡσαι», <b>Ξεν.</b>).<br />(AM [[ἐπιρρίπτω]]) [[ρίπτω]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου ή [[πάνω]] σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῡρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῡ [[φοινικίδα]] πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον, τον [[θεωρώ]] υπεύθυνο («ψευδεῖς δ’ αἰτίας ἐπιρρίπτων», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> «[[ἐπιρρίπτω]] ἑαυτήν τινι» — παντρεύομαι, [[παίρνω]] κάποιον ως σύζυγο<br /><b>2.</b> «[[ἐπιρρίπτω]] τὴν τιμήν μου» — δίνομαι σε κάποιον με τη θέλησή μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]], [[αναγκάζω]] («[[μηδὲ]] ὄρνιθας [[μηδὲ]] οἰνικά ἢ σιτικὰ γενήματα ἐπιρρίπτειν τιμῇ», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[εκφράζω]] τη [[γνώμη]] μου («οὖτος μέν οὖν ἀδιορίστως ἐπέρριψε περὶ τῶν λοιπῶν», <b>Αριστοτ.</b>).
τες καὶ λημνίσκους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> (για σκυλιά) [[ακολουθώ]] τα ίχνη, ρίχνομαι στα ίχνη («αἱ δ’ [[ἐπειδὰν]] λαμπρὰ ᾖ τὰ ἴχνη ἐπιρριπτοῦσαι», <b>Ξεν.</b>).<br />(AM [[ἐπιρρίπτω]]) [[ρίπτω]]<br /><b>1.</b> [[ρίχνω]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου ή [[πάνω]] σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῖστοι χαλκήρεα δοῦρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῦ [[φοινικίδα]] πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αποδίδω]] [[κάτι]] σε κάποιον, τον [[θεωρώ]] υπεύθυνο («ψευδεῖς δ’ αἰτίας ἐπιρρίπτων», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> «[[ἐπιρρίπτω]] ἑαυτήν τινι» — παντρεύομαι, [[παίρνω]] κάποιον ως σύζυγο<br /><b>2.</b> «[[ἐπιρρίπτω]] τὴν τιμήν μου» — δίνομαι σε κάποιον με τη θέλησή μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]], [[αναγκάζω]] («[[μηδὲ]] ὄρνιθας [[μηδὲ]] οἰνικά ἢ σιτικὰ γενήματα ἐπιρρίπτειν τιμῇ», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[εκφράζω]] τη [[γνώμη]] μου («οὖτος μέν οὖν ἀδιορίστως ἐπέρριψε περὶ τῶν λοιπῶν», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm