ὀφθαλμός: Difference between revisions

m
Text replacement - "οῑς" to "οῖς"
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 38: Line 38:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀφθαλμός]])<br /><b>1.</b> το όργανο της όρασης, το [[μάτι]]<br /><b>2.</b> μικρό [[φύμα]] του φυτικού βλαστού το οποίο αναπτύσσεται σε νέο βλαστό ή [[άνθος]] («πλείονες ἂν οἱ ὀφθαλμοὶ κατὰ γῆς [[εἶεν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αρχιτ.</b> καθένα από τα μικρά σφαιρώματα στα οποία καταλήγουν οι έλικες του ιωνικού κιονοκράνου<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος» — λέγεται για [[αντεκδίκηση]] με [[ανταπόδοση]] ακριβώς τών ίσων<br />β) «ἔστι Δίκης ὀφθαλμὸς ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ» — κανένα [[αδίκημα]] δεν παραμένει ατιμώρητο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(τυπογρ.)</b> το άνω [[μέρος]] του ανάγλυφου τμήματος ενός τυπογραφικού στοιχείου, δηλ. το [[μέρος]] εκείνο του τυπογραφικού στοιχείου το οποίο μελανώνεται και τυπώνει στο [[χαρτί]]<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι οφθαλμοί</i><br /><b>ναυτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για τα όκια του πλοίου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γυμνός]] [[οφθαλμός]]» — ο [[οφθαλμός]] [[μόνος]] του, [[χωρίς]] τη [[βοήθεια]] κάποιου οπτικού οργάνου<br />β) «[[τεχνητός]] [[οφθαλμός]]» — όργανο που χρησιμοποιείται για [[αντικατάσταση]] του οφθαλμού<br />γ) «έχω προ τών οφθαλμών μου» ή «έχω υπό τους οφθαλμούς μου» — έχω [[μπροστά]] μου, [[κάτω]] από τα μάτια μου<br />δ) «εν [[ριπή]] οφθαλμού» — [[αμέσως]], στη [[στιγμή]]<br />ε) «[[αποστρέφω]] τους οφθαλμούς» — δεν [[θέλω]] ή δεν [[μπορώ]] να ατενίσω κάποιον [[κατά]] [[πρόσωπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυριαρχεί ή που κυβερνά ή ο [[δεσπότης]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] το πολυτιμότατο και άριστο («[[ποθέω]] στρατιᾱς ὀφθαλμὸν ἐμᾱς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> φως, [[αποκάλυψη]] («[[μέγας]] γ' ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χειρουργικός]] [[επίδεσμος]] που κάλυπτε το ένα ή και τα δύο μάτια<br /><b>5.</b> το [[σημείο]] από το οποίο αναβλύζει το [[νερό]] της πηγής<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν ὀφθαλμοῑς» ή «κατ' ὀφθαλμούς» ή «ε(ἰ)ς ὀφθαλμούς» — ενώπιον κάποιου, [[κατά]] [[πρόσωπο]]<br />β) «ὀφθαλμὸς οἴκων» — ο βασιλέας<br />γ) «ὀφθαλμὸς βασιλέως» — [[κατάσκοπος]] του βασιλέως<br />δ) «ἑσπέρας [[ὀφθαλμός]]» ή «νυκτὸς [[ὀφθαλμός]]» — η [[σελήνη]]<br />ε) «[[ουράνιος]] [[οφθαλμός]]» — ο [[ήλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> <i>όπωπα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[οφθαλμία]], [[οφθαλμίδιο]](<i>ν</i>), [[οφθαλμικός]], <i>οφθαλμίτις</i>(-<i>ιδα</i>.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[οφθαλμηδόν]], [[οφθαλμίας]], [[οφθάλμιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[οφθαλμίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οφθαλμιαίος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[οφθαλμοειδής]], [[οφθαλμοφανής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οφθαλμοβόλος]], [[οφθαλμοβόρος]], [[οφθαλμοδουλεία]], [[οφθαλμόδουλος]], [[οφθαλμοπλανία]], [[οφθαλμοπόνος]], [[οφθαλμορρεπής]], [[οφθαλμόσοφος]], [[οφθαλμοστατήρ]], [[οφθαλμότεγκτος]], [[οφθαλμωρύχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οφθαλμοκλέπτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οφθαλμαλγία]], [[οφθαλμαντίδραση]], [[οφθαλμαπάτη]], [[οφθαλμεκτομία]], [[οφθαλμιατρείο]], [[οφθαλμίατρος]], <i>οφθαλμοβλεφαρικός</i>, [[οφθαλμοβολή]], [[οφθαλμογραφία]], <i>οφθαλμοδυναμόμετρο</i>, [[οφθαλμόζωο]], [[οφθαλμοκαρδιακός]], [[οφθαλμοκήλη]], [[οφθαλμοκονίαση]], [[οφθαλμόλιθοι]], [[οφθαλμολογία]], [[οφθαλμολόγος]], [[οφθαλμομαλακία]], [[οφθαλμομετρία]], [[οφθαλμόμετρο]], [[οφθαλμοπάθεια]], [[οφθαλμοπληγία]], [[οφθαλμοπορνεία]], [[οφθαλμοπόρνος]], [[οφθαλμορραγία]], [[οφθαλμόσαυρος]], [[οφθαλμοσκοπία]], [[οφθαλμοσκόπιο]], [[οφθαλμοστάτης]], [[οφθαλμοστρόφος]], [[οφθαλμοτομία]], [[οφθαλμοτονόμετρο]], [[οφθαλμοτρόπιο]], [[οφθαλμωδυνία]]. (Β' συνθετικό) [[γλαυκόφθαλμος]], [[εξόφθαλμος]], [[ετερόφθαλμος]], [[λαγώφθαλμος]], [[λοξόφθαλμος]], [[μεγαλόφθαλμος]], [[μελανόφθαλμος]], [[μικρόφθαλμος]], [[μονόφθαλμος]], [[πολυόφθαλμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αιγόφθαλμος</i>, [[αιλουρόφθαλμος]], <i>αιωνόφθαλμος</i>, [[αραιόφθαλμος]], [[γερανόφθαλμος]], [[γοργόφθαλμος]], [[ενόφθαλμος]], [[ηδυόφθαλμος]], [[κοιλόφθαλμος]], <i>λαγ</i>(<i>ω</i>)<i>όφθαλμος</i>, [[λαμπρόφθαλμος]], [[λευκόφθαλμος]], [[λυκόφθαλμος]], [[μαλακόφθαλμος]], [[μεσόφθαλμος]], [[μυριόφθαλμος]], [[πλατυόφθαλμος]], [[πονηρόφθαλμος]], [[πυκνόφθαλμος]], [[ριψόφθαλμος]], [[σκληρόφθαλμος]], [[στερνόφθαλμος]], [[ταυρόφθαλμος]], [[τετρόφθαλμος]], [[τριόφθαλμος]], [[τρυφερόφθαλμος]], [[υγρόφθαλμος]], [[υψηλόφθαλμος]], [[υψόφθαλμος]], [[φοβερόφθαλμος]], <i>χαρωπόφθαλμος</i>, [[ψωρόφθαλμος]], [[ωραιόφθαλμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγριόφθαλμος]], <i>γαλανόφθαλμος</i>, [[διόφθαλμος]], <i>καστανόφθαλμος</i>, [[κοντόφθαλμος]], <i>κυανόφθαλμος</i>, <i>μακρόφθαλμος</i>, <i>φαιόφθαλμος</i>, [[φλογόφθαλμος]]].
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀφθαλμός]])<br /><b>1.</b> το όργανο της όρασης, το [[μάτι]]<br /><b>2.</b> μικρό [[φύμα]] του φυτικού βλαστού το οποίο αναπτύσσεται σε νέο βλαστό ή [[άνθος]] («πλείονες ἂν οἱ ὀφθαλμοὶ κατὰ γῆς [[εἶεν]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>αρχιτ.</b> καθένα από τα μικρά σφαιρώματα στα οποία καταλήγουν οι έλικες του ιωνικού κιονοκράνου<br /><b>4.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> α) «ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος» — λέγεται για [[αντεκδίκηση]] με [[ανταπόδοση]] ακριβώς τών ίσων<br />β) «ἔστι Δίκης ὀφθαλμὸς ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ» — κανένα [[αδίκημα]] δεν παραμένει ατιμώρητο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(τυπογρ.)</b> το άνω [[μέρος]] του ανάγλυφου τμήματος ενός τυπογραφικού στοιχείου, δηλ. το [[μέρος]] εκείνο του τυπογραφικού στοιχείου το οποίο μελανώνεται και τυπώνει στο [[χαρτί]]<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι οφθαλμοί</i><br /><b>ναυτ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για τα όκια του πλοίου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[γυμνός]] [[οφθαλμός]]» — ο [[οφθαλμός]] [[μόνος]] του, [[χωρίς]] τη [[βοήθεια]] κάποιου οπτικού οργάνου<br />β) «[[τεχνητός]] [[οφθαλμός]]» — όργανο που χρησιμοποιείται για [[αντικατάσταση]] του οφθαλμού<br />γ) «έχω προ τών οφθαλμών μου» ή «έχω υπό τους οφθαλμούς μου» — έχω [[μπροστά]] μου, [[κάτω]] από τα μάτια μου<br />δ) «εν [[ριπή]] οφθαλμού» — [[αμέσως]], στη [[στιγμή]]<br />ε) «[[αποστρέφω]] τους οφθαλμούς» — δεν [[θέλω]] ή δεν [[μπορώ]] να ατενίσω κάποιον [[κατά]] [[πρόσωπο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κυριαρχεί ή που κυβερνά ή ο [[δεσπότης]]<br /><b>2.</b> [[καθετί]] το πολυτιμότατο και άριστο («[[ποθέω]] στρατιᾱς ὀφθαλμὸν ἐμᾱς», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> φως, [[αποκάλυψη]] («[[μέγας]] γ' ὀφθαλμὸς οἱ πατρὸς τάφοι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[χειρουργικός]] [[επίδεσμος]] που κάλυπτε το ένα ή και τα δύο μάτια<br /><b>5.</b> το [[σημείο]] από το οποίο αναβλύζει το [[νερό]] της πηγής<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «ἐν ὀφθαλμοῖς» ή «κατ' ὀφθαλμούς» ή «ε(ἰ)ς ὀφθαλμούς» — ενώπιον κάποιου, [[κατά]] [[πρόσωπο]]<br />β) «ὀφθαλμὸς οἴκων» — ο βασιλέας<br />γ) «ὀφθαλμὸς βασιλέως» — [[κατάσκοπος]] του βασιλέως<br />δ) «ἑσπέρας [[ὀφθαλμός]]» ή «νυκτὸς [[ὀφθαλμός]]» — η [[σελήνη]]<br />ε) «[[ουράνιος]] [[οφθαλμός]]» — ο [[ήλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Για ετυμολ. <b>βλ. λ.</b> <i>όπωπα</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[οφθαλμία]], [[οφθαλμίδιο]](<i>ν</i>), [[οφθαλμικός]], <i>οφθαλμίτις</i>(-<i>ιδα</i>.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[οφθαλμηδόν]], [[οφθαλμίας]], [[οφθάλμιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[οφθαλμίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οφθαλμιαίος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[οφθαλμοειδής]], [[οφθαλμοφανής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οφθαλμοβόλος]], [[οφθαλμοβόρος]], [[οφθαλμοδουλεία]], [[οφθαλμόδουλος]], [[οφθαλμοπλανία]], [[οφθαλμοπόνος]], [[οφθαλμορρεπής]], [[οφθαλμόσοφος]], [[οφθαλμοστατήρ]], [[οφθαλμότεγκτος]], [[οφθαλμωρύχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[οφθαλμοκλέπτης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[οφθαλμαλγία]], [[οφθαλμαντίδραση]], [[οφθαλμαπάτη]], [[οφθαλμεκτομία]], [[οφθαλμιατρείο]], [[οφθαλμίατρος]], <i>οφθαλμοβλεφαρικός</i>, [[οφθαλμοβολή]], [[οφθαλμογραφία]], <i>οφθαλμοδυναμόμετρο</i>, [[οφθαλμόζωο]], [[οφθαλμοκαρδιακός]], [[οφθαλμοκήλη]], [[οφθαλμοκονίαση]], [[οφθαλμόλιθοι]], [[οφθαλμολογία]], [[οφθαλμολόγος]], [[οφθαλμομαλακία]], [[οφθαλμομετρία]], [[οφθαλμόμετρο]], [[οφθαλμοπάθεια]], [[οφθαλμοπληγία]], [[οφθαλμοπορνεία]], [[οφθαλμοπόρνος]], [[οφθαλμορραγία]], [[οφθαλμόσαυρος]], [[οφθαλμοσκοπία]], [[οφθαλμοσκόπιο]], [[οφθαλμοστάτης]], [[οφθαλμοστρόφος]], [[οφθαλμοτομία]], [[οφθαλμοτονόμετρο]], [[οφθαλμοτρόπιο]], [[οφθαλμωδυνία]]. (Β' συνθετικό) [[γλαυκόφθαλμος]], [[εξόφθαλμος]], [[ετερόφθαλμος]], [[λαγώφθαλμος]], [[λοξόφθαλμος]], [[μεγαλόφθαλμος]], [[μελανόφθαλμος]], [[μικρόφθαλμος]], [[μονόφθαλμος]], [[πολυόφθαλμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αιγόφθαλμος</i>, [[αιλουρόφθαλμος]], <i>αιωνόφθαλμος</i>, [[αραιόφθαλμος]], [[γερανόφθαλμος]], [[γοργόφθαλμος]], [[ενόφθαλμος]], [[ηδυόφθαλμος]], [[κοιλόφθαλμος]], <i>λαγ</i>(<i>ω</i>)<i>όφθαλμος</i>, [[λαμπρόφθαλμος]], [[λευκόφθαλμος]], [[λυκόφθαλμος]], [[μαλακόφθαλμος]], [[μεσόφθαλμος]], [[μυριόφθαλμος]], [[πλατυόφθαλμος]], [[πονηρόφθαλμος]], [[πυκνόφθαλμος]], [[ριψόφθαλμος]], [[σκληρόφθαλμος]], [[στερνόφθαλμος]], [[ταυρόφθαλμος]], [[τετρόφθαλμος]], [[τριόφθαλμος]], [[τρυφερόφθαλμος]], [[υγρόφθαλμος]], [[υψηλόφθαλμος]], [[υψόφθαλμος]], [[φοβερόφθαλμος]], <i>χαρωπόφθαλμος</i>, [[ψωρόφθαλμος]], [[ωραιόφθαλμος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγριόφθαλμος]], <i>γαλανόφθαλμος</i>, [[διόφθαλμος]], <i>καστανόφθαλμος</i>, [[κοντόφθαλμος]], <i>κυανόφθαλμος</i>, <i>μακρόφθαλμος</i>, <i>φαιόφθαλμος</i>, [[φλογόφθαλμος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm