βούλομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - " :" to ":"
m (Text replacement - " ;<" to "; <")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βούλομαι''': (Ἐπ. [[ὡσαύτως]] [[βόλομαι]], ἴδε ἐν λ.), Ἰων. β΄ ἑνικ. βούλεαι Ὀδ. Σ. 364, Ἡρόδ.· παρατ. ἐβουλόμην Ἰλ. Λ. 79, Ἀττ.· παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ἡβουλόμην Εὐρ. Ἑλ. 752, Δημ., κτλ., Ἰων. γ΄ πληθ. ἐβουλέατο Ἡρόδ. 1. 4., 3. 143· -μέλλ. βουλήσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 867, Σοφ., κτλ.· μεταγεν. μέλλ. βουληθήσομαι Ἀριστείδ., Γαλην.· -ἀόρ. ἐβουλήθην, [[ὡσαύτως]] Ἀττ. ἠβ-, βουληθεὶς Σοφ. Ο. Κ. 732, κτλ.· -πρκμ. βεβούλημαι Δημ. 226. 11· [[ὡσαύτως]] βέβουλα (προ-) Ἰλ. Α. 113· -λέγεται δὲ ὅτι οἱ μετὰ διπλῆς (διὰ τοῦ η) αὐξήσεως τύποι [[εἶναι]] ἀττικώτεροι· δὲν ἐπιβάλλονται ὑπὸ οὐδενὸς ποιητ. χωρίου, ἀλλ’ ἀπαντῶσι [[συχνάκις]] ἐν χφοις, ὡς ἠβούλοντο Θουκ. 2. 2., 6. 79, Δημ. 307. 4· πρβλ. [[μέλλω]]. ἐν ταῖς ἀττ. ἐπιγρ. ἀπὸ τ. 300 π. Χ. ἡ [[αὔξησις]] γίνεται διὰ τ. η, πρότερον διὰ τ. ε. (Ἐκ √ ΒΟΛ (πρβλ. [[βόλομαι]]) παράγονται [[ὡσαύτως]] [[βουλή]], [[βούλησις]], [[βουλεύω]], κτλ., πρβλ. Λατ. vol-o, vol-untas, ul-tro· Γοτθ. viljan (βούλεσθαι), Ἀγγλ. will, κτλ.· Σανσκρ. var, vrinômi (eligo), vratam (votum)). Ἐν νῷ ἔχω, ἐπιθυμῶ, ([[ἐθέλω]], =προθύμως, ἑκὼν ποιῶ τι), Ὅμ. κτλ.· Ἰλ. Ω. 226, Ὀδ. Ο. 21· λέξαι [[θέλω]] σοι, πρὶν θανεῖν, ἃ [[βούλομαι]] Εὐρ. Ἀλκ. 281· ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὸ [[βούλομαι]] ἀντὶ τοῦ [[ἐθέλω]] ἐπὶ τῶν θεῶν· [[διότι]] παρ’ αὐτοῖς τὸ ἐπιθυμῆσαι [[εἶναι]] θέλειν. Ἕπεται λοιπὸν ὅτι τὸ [[ἐθέλω]] [[εἶναι]] ἡ γενικωτέρα [[λέξις]], καὶ [[ἐνίοτε]] τίθεται [[ὅπου]] ἠδύνατο νὰ τεθῇ τὸ [[βούλομαι]], π. χ. ἐν Ἰλ. Η. 182. –Σύνταξ.· κατὰ τὸ πλεῖστον μ. ἀπαρ., Ὅμ., κτλ.· [[ἐνίοτε]] μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., Θέογν. 187· μ. αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ὀδ. Δ. 353, Ἰλ. Α. 117, καὶ συχν. παρὰ πεζοῖς· [[ὅταν]] τὸ [[βούλομαι]] ἀκολουθῆται ὑπὸ μόνης αἰτιατ., ἀπαρέμφατον δύναται συνήθως νὰ νοηθῇ, ὡς, καί κε τὸ βουλοίμην (ἐνν. γενέσθαι) Ὀδ. Υ. 316· ἔτυχεν ὦν ἐβούλετο (ἐνν. τυχεῖν) Ἀντιφ. Αἰολ. 1· πλακοῦντα β. (ἐνν. ἔχειν) ὁ αὐτ. Ἀφροδ. 1. 11· ἐκ τῆς συντάξεως ταύτης μετ’ ἀπαρ. ἔλαβεν ἀρχὴν ἡ Ὁμηρ. [[χρῆσις]] (ἐπὶ τῶν θεῶν). μ. αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., Τρώεσσιν ἐβούλετο νίκην, ἐπεθύμει νὰ νικήσωσιν οἱ Τρῶες, ἀπεφάσισεν, Ἰλ. Η. 21· πλῆρες, Τρώεσσιν ἐβούλετο [[κῦδος]] ὀρέξαι Λ. 79, πρβλ. Ψ. 682· οὕτω, καὶ εἰ [[μάλα]] βούλεται [[ἄλλῃ]] (ἐνν. τοῦτο γενέσθαι) Ο. 51· οὕτω, εἰς τὸ [[βαλανεῖον]] [[βούλομαι]] (ἰέναι) Ἀριστοφ. Βατρ. 1279· βουλοίμην ἂν (ἐνν. τὸδε γενέσθαι) Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Α· -[[ὡσαύτως]], βουλόμενον τὴν πολιτείαν [[πλῆθος]], εὔνουν τῇ πολιτείᾳ, Ἀριστ. Πολ. 5. 9, 5. ΙΙ. Ἀττ. χρήσεις : 1) βούλει ἢ βούλεσθε, ἑπομένης ὐποτακτ. προσθέτει δύναμιν εἰς τὸ αὐθυπότακτον, βούλει λάβωμαι, θέλεις νὰ πιάσω, Σοφ. Φ. 762· βούλει φράσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 36, πρβλ. Valck. Ἱππ. 782, Heind. Φαίδων. 79 Α. 2) εἰ βούλει, [[εὐγενής]], [[φιλόφρων]] [[φράσις]], ὡς τὸ Λατ. sis (si vis), «ἂν ἀγαπᾷς», Σοφ. Ἀντ. 1168, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 41· [[ὡσαύτως]], εἰ δὲ βούλει, ἐὰν δὲ βούλῃ, πρὸς δήλωσιν ὑποχωρήσεως ἢ =ἂν [[εἶναι]] ἀρεστόν, Λατ. sin mavis, vel etiam, Πλάτ. Συμπ. 201 Α, κτλ. 3) ὁ βουλόμενος, Λατ. quivis, ὁ πρῶτος θελήσας, Ἡρόδ. 1. 54, Θουκ. κ. ἀλλ.· ἔδωκε παντὶ τῷ βουλομένῳ Δημ. 528. 26· -οὕτω καὶ ὃς βούλει Πλάτ. Γοργ. 517Β· [[ὅστις]] βούλει ὁ αὐτ. Κρατ. 432 Α. 4) βουλομένῳ μοι ἐστι, nobis volentibus est, μετ’ ἀπαρ., =[[εἶναι]] σύμφωνον μὲ τὴν ἐπιθυμίαν μου νὰ…, Θουκ. 2. 3· εἰ σοὶ β. ἐστὶν ἀποκρίνεσθαί Πλάτ. Γοργ. 448D· πρβλ. ἄσμενος, [[ἀσπάσιος]]· -[[ἀλλά]], τὰ θεῶν οὕτω βουλόμεν’ ἔσται Εὐρ. Ι. Α. 33· τὸ κείνου βουλόμενον, τὴν ἐπιθυμίαν του, [[αὐτόθι]] 1270. 5) τί βουλόμενος; μὲ τίνα σκοπόν; Πλάτ. Φαίδων. 63 Α, Δημ. 285. 24· τί βουληθεὶς πάρει; Σοφ. Ἠλ. 1100. 6) ἐννοῶ, [[θέλω]] νὰ εἴπω τοῦτο καὶ τοῦτο (πρβλ. [[ἐθέλω]] 4-6), Πλάτ. Πολ. 590 Ε, κτλ.· εἰ βούλει ἀνδρὸς ἀρετὴν ὁ αὐτ. Μένων. 71 Ε· τί βούλεται [[εἶναι]]; quid sibi vult haec res? ὁ αύτ. Θεαιτ. 156C· -[[ἐντεῦθεν]], βούλεται [[εἶναι]], ἰσχυρίζεται, ἐπαγγέλλεται, προσποιεῖται ὅτι [[εἶναι]], ὡς τὸ μέλλει ἢ κινδυνεύει [[εἶναι]] ὁ αὐτ. Πολ. 595C, Κρατ. 412C, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ., τὸ ἑκούσιον βούλεται λέγεσθαι, οὐκ εἰ …, Ἠθ. Ν. 3. 2, 15, πρβλ. 4. 1, 5., 4. 5, 3, κτλ.· ἰδίως ἐπὶ τάσεων, ἡ τοῦ ὕδατος [[φύσις]] β. [[εἶναι]] [[ἄχυμος]] π. Αἰσθ. 4, 4· β. ἤδη [[τότε]] [[εἶναι]] [[πόλις]], [[ὅταν]]…, Πολ. 2. 2, 8, πρβλ. 4. 8, 4. βούλεται δηλοῦν Διον. Ἁλ. Ρ. Α. 2, 12. ΙΙΙ. ἑπομένου τοῦ ἢ…, προτιμῶ, ἀντὶ τοῦ [[βούλομαι]] [[μᾶλλον]] ([[ὅπερ]] συχνότερον παρὰ πεζοῖς), καθ’ ὅσον πᾶσα ἐπιθυμία περιλαμβάνει προτίμησιν, βούλομ’ ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι, ἢ ἀπολέσθαι, [[θέλω]] περισσότερον…, Ἰλ. Α. 117, πρβλ. Ψ. 594, Ὀδ. Β. 232, Λ. 489, Μ. 350· β. τὸ μέν τι εὐτυχέειν…, ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα Ἡρόδ. 3. 40· β. παρθενεύεσθαι [[πλέω]] χρόνον ἢ πατρὸς ἐστερῆσθαι, [[ἔνθα]] τις θὰ περιέμενε πολὺν χρόνον, [[μᾶλλον]] ἢ…[[αὐτόθι]] 124· πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 351· -σπανιώτερον [[ἄνευ]] τοῦ ἢ…, πολὺ [[βούλομαι]] αὐτὴν [[οἴκοι]] ἔχειν, πολὺ προτιμῶ…, Ἰλ. Α. 112, πρβλ. Ὀδ. Ο. 88. Πρβλ. [[μάλα]] ΙΙ. 3.
|lstext='''βούλομαι''': (Ἐπ. [[ὡσαύτως]] [[βόλομαι]], ἴδε ἐν λ.), Ἰων. β΄ ἑνικ. βούλεαι Ὀδ. Σ. 364, Ἡρόδ.· παρατ. ἐβουλόμην Ἰλ. Λ. 79, Ἀττ.· παρ’ Ἀττ. [[ὡσαύτως]] ἡβουλόμην Εὐρ. Ἑλ. 752, Δημ., κτλ., Ἰων. γ΄ πληθ. ἐβουλέατο Ἡρόδ. 1. 4., 3. 143· -μέλλ. βουλήσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 867, Σοφ., κτλ.· μεταγεν. μέλλ. βουληθήσομαι Ἀριστείδ., Γαλην.· -ἀόρ. ἐβουλήθην, [[ὡσαύτως]] Ἀττ. ἠβ-, βουληθεὶς Σοφ. Ο. Κ. 732, κτλ.· -πρκμ. βεβούλημαι Δημ. 226. 11· [[ὡσαύτως]] βέβουλα (προ-) Ἰλ. Α. 113· -λέγεται δὲ ὅτι οἱ μετὰ διπλῆς (διὰ τοῦ η) αὐξήσεως τύποι [[εἶναι]] ἀττικώτεροι· δὲν ἐπιβάλλονται ὑπὸ οὐδενὸς ποιητ. χωρίου, ἀλλ’ ἀπαντῶσι [[συχνάκις]] ἐν χφοις, ὡς ἠβούλοντο Θουκ. 2. 2., 6. 79, Δημ. 307. 4· πρβλ. [[μέλλω]]. ἐν ταῖς ἀττ. ἐπιγρ. ἀπὸ τ. 300 π. Χ. ἡ [[αὔξησις]] γίνεται διὰ τ. η, πρότερον διὰ τ. ε. (Ἐκ √ ΒΟΛ (πρβλ. [[βόλομαι]]) παράγονται [[ὡσαύτως]] [[βουλή]], [[βούλησις]], [[βουλεύω]], κτλ., πρβλ. Λατ. vol-o, vol-untas, ul-tro· Γοτθ. viljan (βούλεσθαι), Ἀγγλ. will, κτλ.· Σανσκρ. var, vrinômi (eligo), vratam (votum)). Ἐν νῷ ἔχω, ἐπιθυμῶ, ([[ἐθέλω]], =προθύμως, ἑκὼν ποιῶ τι), Ὅμ. κτλ.· Ἰλ. Ω. 226, Ὀδ. Ο. 21· λέξαι [[θέλω]] σοι, πρὶν θανεῖν, ἃ [[βούλομαι]] Εὐρ. Ἀλκ. 281· ὁ [[Ὅμηρος]] μεταχειρίζεται τὸ [[βούλομαι]] ἀντὶ τοῦ [[ἐθέλω]] ἐπὶ τῶν θεῶν· [[διότι]] παρ’ αὐτοῖς τὸ ἐπιθυμῆσαι [[εἶναι]] θέλειν. Ἕπεται λοιπὸν ὅτι τὸ [[ἐθέλω]] [[εἶναι]] ἡ γενικωτέρα [[λέξις]], καὶ [[ἐνίοτε]] τίθεται [[ὅπου]] ἠδύνατο νὰ τεθῇ τὸ [[βούλομαι]], π. χ. ἐν Ἰλ. Η. 182. –Σύνταξ.· κατὰ τὸ πλεῖστον μ. ἀπαρ., Ὅμ., κτλ.· [[ἐνίοτε]] μετ’ ἀπαρεμφ. μέλλ., Θέογν. 187· μ. αἰτ. καὶ ἀπαρ., Ὀδ. Δ. 353, Ἰλ. Α. 117, καὶ συχν. παρὰ πεζοῖς· [[ὅταν]] τὸ [[βούλομαι]] ἀκολουθῆται ὑπὸ μόνης αἰτιατ., ἀπαρέμφατον δύναται συνήθως νὰ νοηθῇ, ὡς, καί κε τὸ βουλοίμην (ἐνν. γενέσθαι) Ὀδ. Υ. 316· ἔτυχεν ὦν ἐβούλετο (ἐνν. τυχεῖν) Ἀντιφ. Αἰολ. 1· πλακοῦντα β. (ἐνν. ἔχειν) ὁ αὐτ. Ἀφροδ. 1. 11· ἐκ τῆς συντάξεως ταύτης μετ’ ἀπαρ. ἔλαβεν ἀρχὴν ἡ Ὁμηρ. [[χρῆσις]] (ἐπὶ τῶν θεῶν). μ. αἰτ. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., Τρώεσσιν ἐβούλετο νίκην, ἐπεθύμει νὰ νικήσωσιν οἱ Τρῶες, ἀπεφάσισεν, Ἰλ. Η. 21· πλῆρες, Τρώεσσιν ἐβούλετο [[κῦδος]] ὀρέξαι Λ. 79, πρβλ. Ψ. 682· οὕτω, καὶ εἰ [[μάλα]] βούλεται [[ἄλλῃ]] (ἐνν. τοῦτο γενέσθαι) Ο. 51· οὕτω, εἰς τὸ [[βαλανεῖον]] [[βούλομαι]] (ἰέναι) Ἀριστοφ. Βατρ. 1279· βουλοίμην ἂν (ἐνν. τὸδε γενέσθαι) Πλάτ. Εὐθύφρ. 3Α· -[[ὡσαύτως]], βουλόμενον τὴν πολιτείαν [[πλῆθος]], εὔνουν τῇ πολιτείᾳ, Ἀριστ. Πολ. 5. 9, 5. ΙΙ. Ἀττ. χρήσεις: 1) βούλει ἢ βούλεσθε, ἑπομένης ὐποτακτ. προσθέτει δύναμιν εἰς τὸ αὐθυπότακτον, βούλει λάβωμαι, θέλεις νὰ πιάσω, Σοφ. Φ. 762· βούλει φράσω Ἀριστοφ. Ἱππ. 36, πρβλ. Valck. Ἱππ. 782, Heind. Φαίδων. 79 Α. 2) εἰ βούλει, [[εὐγενής]], [[φιλόφρων]] [[φράσις]], ὡς τὸ Λατ. sis (si vis), «ἂν ἀγαπᾷς», Σοφ. Ἀντ. 1168, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 41· [[ὡσαύτως]], εἰ δὲ βούλει, ἐὰν δὲ βούλῃ, πρὸς δήλωσιν ὑποχωρήσεως ἢ =ἂν [[εἶναι]] ἀρεστόν, Λατ. sin mavis, vel etiam, Πλάτ. Συμπ. 201 Α, κτλ. 3) ὁ βουλόμενος, Λατ. quivis, ὁ πρῶτος θελήσας, Ἡρόδ. 1. 54, Θουκ. κ. ἀλλ.· ἔδωκε παντὶ τῷ βουλομένῳ Δημ. 528. 26· -οὕτω καὶ ὃς βούλει Πλάτ. Γοργ. 517Β· [[ὅστις]] βούλει ὁ αὐτ. Κρατ. 432 Α. 4) βουλομένῳ μοι ἐστι, nobis volentibus est, μετ’ ἀπαρ., =[[εἶναι]] σύμφωνον μὲ τὴν ἐπιθυμίαν μου νὰ…, Θουκ. 2. 3· εἰ σοὶ β. ἐστὶν ἀποκρίνεσθαί Πλάτ. Γοργ. 448D· πρβλ. ἄσμενος, [[ἀσπάσιος]]· -[[ἀλλά]], τὰ θεῶν οὕτω βουλόμεν’ ἔσται Εὐρ. Ι. Α. 33· τὸ κείνου βουλόμενον, τὴν ἐπιθυμίαν του, [[αὐτόθι]] 1270. 5) τί βουλόμενος; μὲ τίνα σκοπόν; Πλάτ. Φαίδων. 63 Α, Δημ. 285. 24· τί βουληθεὶς πάρει; Σοφ. Ἠλ. 1100. 6) ἐννοῶ, [[θέλω]] νὰ εἴπω τοῦτο καὶ τοῦτο (πρβλ. [[ἐθέλω]] 4-6), Πλάτ. Πολ. 590 Ε, κτλ.· εἰ βούλει ἀνδρὸς ἀρετὴν ὁ αὐτ. Μένων. 71 Ε· τί βούλεται [[εἶναι]]; quid sibi vult haec res? ὁ αύτ. Θεαιτ. 156C· -[[ἐντεῦθεν]], βούλεται [[εἶναι]], ἰσχυρίζεται, ἐπαγγέλλεται, προσποιεῖται ὅτι [[εἶναι]], ὡς τὸ μέλλει ἢ κινδυνεύει [[εἶναι]] ὁ αὐτ. Πολ. 595C, Κρατ. 412C, καὶ συχν. παρ’ Ἀριστ., τὸ ἑκούσιον βούλεται λέγεσθαι, οὐκ εἰ …, Ἠθ. Ν. 3. 2, 15, πρβλ. 4. 1, 5., 4. 5, 3, κτλ.· ἰδίως ἐπὶ τάσεων, ἡ τοῦ ὕδατος [[φύσις]] β. [[εἶναι]] [[ἄχυμος]] π. Αἰσθ. 4, 4· β. ἤδη [[τότε]] [[εἶναι]] [[πόλις]], [[ὅταν]]…, Πολ. 2. 2, 8, πρβλ. 4. 8, 4. βούλεται δηλοῦν Διον. Ἁλ. Ρ. Α. 2, 12. ΙΙΙ. ἑπομένου τοῦ ἢ…, προτιμῶ, ἀντὶ τοῦ [[βούλομαι]] [[μᾶλλον]] ([[ὅπερ]] συχνότερον παρὰ πεζοῖς), καθ’ ὅσον πᾶσα ἐπιθυμία περιλαμβάνει προτίμησιν, βούλομ’ ἐγὼ λαὸν σόον ἔμμεναι, ἢ ἀπολέσθαι, [[θέλω]] περισσότερον…, Ἰλ. Α. 117, πρβλ. Ψ. 594, Ὀδ. Β. 232, Λ. 489, Μ. 350· β. τὸ μέν τι εὐτυχέειν…, ἢ εὐτυχέειν τὰ πάντα Ἡρόδ. 3. 40· β. παρθενεύεσθαι [[πλέω]] χρόνον ἢ πατρὸς ἐστερῆσθαι, [[ἔνθα]] τις θὰ περιέμενε πολὺν χρόνον, [[μᾶλλον]] ἢ…[[αὐτόθι]] 124· πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 351· -σπανιώτερον [[ἄνευ]] τοῦ ἢ…, πολὺ [[βούλομαι]] αὐτὴν [[οἴκοι]] ἔχειν, πολὺ προτιμῶ…, Ἰλ. Α. 112, πρβλ. Ὀδ. Ο. 88. Πρβλ. [[μάλα]] ΙΙ. 3.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 53: Line 53:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=[[βούλομαι]], ook ep. [[βόλομαι]], Lesb. [[βόλλομαι]], ep. Ion. praes. 2 sing. βούλεαι, conj. 2 sing. βούληαι, 3 plur. βουλοίατο, imperat. 2 sing. βούλεο, poët. imperf. βουλόμην, Ion. imperf. 3 plur. [[ἐβουλέατο]]; aor. [[ἐβουλήθην]] en [[ἠβουλήθην]], imperat. 2 plur. βουλήθητε, ptc. βουληθείς; perf. βεβούλημαι; fut. βουλήσομαι<br /><b class="num">1.</b> willen, wensen; met acc..; ἃ [[βούλομαι]] [[λέγω]] ik zeg wat mijn wens is Aeschl. PV 929; met acc. en dat..; [[Τρώεσσι]]... βούλετο νίκην hij wilde de overwinning voor de Trojanen Il. 7.21; met acc. en inf..; βούλοντο θεοὶ μεμνῆσθαι ἐφετμέων de goden wilden dat (de mensen) hun opdrachten gedachtig zijn Od. 4.353; met inf..; ἐβούλετο [[κῦδος]] ὀρέξαι hij wilde roem schenken Od. 4.275; φράσαι τι [[βούλομαι]] ik wil iets zeggen Aristoph. Pl. 1090; uitdr.. [[εἰς]] τὸ [[βαλανεῖον]] [[βούλομαι]] ik wil naar het badhuis Aristoph. Ran. 1279.<br /><b class="num">2.</b> willen (zeggen), bedoelen, betekenen :. ὅ μοι δοκεῖ βούλεσθαι Γλαύκων wat Glauco mij lijkt te willen zeggen Plat. Resp. 362e; τί βούλεται [[εἶναι]]; wat is de bedoeling? Plat. Resp. 595c; τί... [[ἡμῖν]] βούλεται [[οὗτος]] ὁ [[μῦθος]] wat wil dit verhaal ons te kennen geven? Plat. Tht. 156c.<br /><b class="num">3.</b> prefereren, liever willen, verkiezen; met ἤ:; βούλομ ’ ἐγὼ λαὸν σόον [[ἔμμεναι]] ἢ ἀπολέσθαι ik wil liever dat mijn leger in leven blijft dan dat het verloren gaat Il. 1.117; zonder ἤ:; πολὺ [[βούλομαι]] αὐτὴν [[οἴκοι]] ἔχειν ik wil veel liever haar in huis hebben Il. 1.112; versterkt met [[μᾶλλον]] :. οὐχὶ [[βούλομαι]] ἄλλῳ παρεῖναι [[μᾶλλον]] ἢ σῴζειν [[ἐμοί]] ik wil (de heerschappij) niet aan een ander overlaten liever dan haar voor mijzelf te behouden Eur. Phoen. 507; δυοῖν δὲ [[θάτερον]] βουλήσεται hij zal een van tweeën kiezen Aeschl. PV 867.<br /><b class="num">4.</b> idiom. gebruik, vooral in het Attisch<br /><b class="num">5.</b> [[βούλει]] als inleiding van een verzoek, in comb. met conj. deliberat. wil je dat …; [[βούλει]] λάβωμαι; wil je dat ik (je) beetpak? Soph. Ph. 761; [[βούλει]] τὸ [[πρᾶγμα]] τοῖς θεαταῖσιν φράσω; wil je dat ik de zaak uiteenzet voor het publiek? Aristoph. Eq. 36; εἰ [[βούλει]] alsjeblieft:; ἀλλὰ, εἰ [[βούλει]], μένε toe, blijf alsjeblieft Xen. An. 3.4.41; [[ὅστις]] [[βούλει]] iedere willekeurige, wie je maar wilt :. [[οἷα]] τούτων [[ὅστις]] [[βούλει]] εἴργασται (prestaties) zoals wie je maar wilt van hen volbracht heeft Plat. Grg. 517b.<br /><b class="num">6.</b> ptc.:; τί βουληθεὶς [[πάρει]]; met welke bedoeling bent u hier? Soph. El. 1100; τί βουλόμενοι; waarom? Plat. Phaed. 63a; βουλομένῳ [[μοί]] ἐστιν (met inf.) het is οvereenkomstig mijn wens dat... Thuc. 2.3; [[αὐτῷ]] γε σοὶ βουλομένῳ ἐστὶν ἀποκρίνεσθαι het is uw eigen wens antwoord te geven Plat. Grg. 448d; subst. ὁ βουλόμενος wie (maar) wil:; [[ἐξεῖναι]] τῷ βουλομένῳ vrijstaan aan wie wil Hdt. 1.54.2; τὸ βουλόμενον wens :. οὐδ ’ ἐπὶ τὸ κείνου βουλόμενον [[ἐλήλυθα]] en evenmin ben ik aan zijn wens tegemoet gekomen Eur. IA 1270.<br /><b class="num">7.</b> gewoon zijn, de neiging hebben :. βούλεται... ὁ [[πρᾶος]] [[ἀτάραχος]] [[εἶναι]] een kalm mens is gewoonlijk onverstoorbaar Aristot. EN 1125b33; ἡ [[φύσις]] βούλεται... [[τοῦτο]] ποιεῖν de natuur heeft de neiging dat tot stand te brengen Aristot. Pol. 1255b3; βούλεταί γ ’ [[ἤδη]] [[τότε]] [[εἶναι]] [[πόλις]], [[ὅταν]]... er is gewoonlijk dan pas sprake van een polis, wanneer... Aristot. Pol. 1261b12.
|elnltext=[[βούλομαι]], ook ep. [[βόλομαι]], Lesb. [[βόλλομαι]], ep. Ion. praes. 2 sing. βούλεαι, conj. 2 sing. βούληαι, 3 plur. βουλοίατο, imperat. 2 sing. βούλεο, poët. imperf. βουλόμην, Ion. imperf. 3 plur. [[ἐβουλέατο]]; aor. [[ἐβουλήθην]] en [[ἠβουλήθην]], imperat. 2 plur. βουλήθητε, ptc. βουληθείς; perf. βεβούλημαι; fut. βουλήσομαι<br /><b class="num">1.</b> willen, wensen; met acc..; ἃ [[βούλομαι]] [[λέγω]] ik zeg wat mijn wens is Aeschl. PV 929; met acc. en dat..; [[Τρώεσσι]]... βούλετο νίκην hij wilde de overwinning voor de Trojanen Il. 7.21; met acc. en inf..; βούλοντο θεοὶ μεμνῆσθαι ἐφετμέων de goden wilden dat (de mensen) hun opdrachten gedachtig zijn Od. 4.353; met inf..; ἐβούλετο [[κῦδος]] ὀρέξαι hij wilde roem schenken Od. 4.275; φράσαι τι [[βούλομαι]] ik wil iets zeggen Aristoph. Pl. 1090; uitdr.. [[εἰς]] τὸ [[βαλανεῖον]] [[βούλομαι]] ik wil naar het badhuis Aristoph. Ran. 1279.<br /><b class="num">2.</b> willen (zeggen), bedoelen, betekenen:. ὅ μοι δοκεῖ βούλεσθαι Γλαύκων wat Glauco mij lijkt te willen zeggen Plat. Resp. 362e; τί βούλεται [[εἶναι]]; wat is de bedoeling? Plat. Resp. 595c; τί... [[ἡμῖν]] βούλεται [[οὗτος]] ὁ [[μῦθος]] wat wil dit verhaal ons te kennen geven? Plat. Tht. 156c.<br /><b class="num">3.</b> prefereren, liever willen, verkiezen; met ἤ:; βούλομ ’ ἐγὼ λαὸν σόον [[ἔμμεναι]] ἢ ἀπολέσθαι ik wil liever dat mijn leger in leven blijft dan dat het verloren gaat Il. 1.117; zonder ἤ:; πολὺ [[βούλομαι]] αὐτὴν [[οἴκοι]] ἔχειν ik wil veel liever haar in huis hebben Il. 1.112; versterkt met [[μᾶλλον]]:. οὐχὶ [[βούλομαι]] ἄλλῳ παρεῖναι [[μᾶλλον]] ἢ σῴζειν [[ἐμοί]] ik wil (de heerschappij) niet aan een ander overlaten liever dan haar voor mijzelf te behouden Eur. Phoen. 507; δυοῖν δὲ [[θάτερον]] βουλήσεται hij zal een van tweeën kiezen Aeschl. PV 867.<br /><b class="num">4.</b> idiom. gebruik, vooral in het Attisch<br /><b class="num">5.</b> [[βούλει]] als inleiding van een verzoek, in comb. met conj. deliberat. wil je dat …; [[βούλει]] λάβωμαι; wil je dat ik (je) beetpak? Soph. Ph. 761; [[βούλει]] τὸ [[πρᾶγμα]] τοῖς θεαταῖσιν φράσω; wil je dat ik de zaak uiteenzet voor het publiek? Aristoph. Eq. 36; εἰ [[βούλει]] alsjeblieft:; ἀλλὰ, εἰ [[βούλει]], μένε toe, blijf alsjeblieft Xen. An. 3.4.41; [[ὅστις]] [[βούλει]] iedere willekeurige, wie je maar wilt:. [[οἷα]] τούτων [[ὅστις]] [[βούλει]] εἴργασται (prestaties) zoals wie je maar wilt van hen volbracht heeft Plat. Grg. 517b.<br /><b class="num">6.</b> ptc.:; τί βουληθεὶς [[πάρει]]; met welke bedoeling bent u hier? Soph. El. 1100; τί βουλόμενοι; waarom? Plat. Phaed. 63a; βουλομένῳ [[μοί]] ἐστιν (met inf.) het is οvereenkomstig mijn wens dat... Thuc. 2.3; [[αὐτῷ]] γε σοὶ βουλομένῳ ἐστὶν ἀποκρίνεσθαι het is uw eigen wens antwoord te geven Plat. Grg. 448d; subst. ὁ βουλόμενος wie (maar) wil:; [[ἐξεῖναι]] τῷ βουλομένῳ vrijstaan aan wie wil Hdt. 1.54.2; τὸ βουλόμενον wens:. οὐδ ’ ἐπὶ τὸ κείνου βουλόμενον [[ἐλήλυθα]] en evenmin ben ik aan zijn wens tegemoet gekomen Eur. IA 1270.<br /><b class="num">7.</b> gewoon zijn, de neiging hebben:. βούλεται... ὁ [[πρᾶος]] [[ἀτάραχος]] [[εἶναι]] een kalm mens is gewoonlijk onverstoorbaar Aristot. EN 1125b33; ἡ [[φύσις]] βούλεται... [[τοῦτο]] ποιεῖν de natuur heeft de neiging dat tot stand te brengen Aristot. Pol. 1255b3; βούλεταί γ ’ [[ἤδη]] [[τότε]] [[εἶναι]] [[πόλις]], [[ὅταν]]... er is gewoonlijk dan pas sprake van een polis, wanneer... Aristot. Pol. 1261b12.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''βούλομαι''': {boúlomai}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[wollen]], [[wünschen]] (ion. att. seit Il.).<br />'''Derivative''': Dialektische Nebenformen : ark. kypr. eretr. (auch Hom., vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 311) [[βόλομαι]], lesb. [[βόλλομαι]], dor. (kret.) [[βώλομαι]]; thess. βέλλομαι, böot. βείλομη, dor. (Herakl. usw.) [[δήλομαι]], lokr. delph. [[δείλομαι]]. Die übrigen Tempusformen gehen alle vom Präsens aus: βουλήσομαι, [[ἐβουλήθην]], βεβούλημαι; zu βέβουλα (Α 113) s. unten. — Davon als Nomina actionis: 1. [[βουλή]] [[Wille]], [[Entschluß]]; [[Rat]] (seit Il.; zur Bed. Porzig Satzinhalte 229f.). Dialektale Nebenformen: dor. ark. [[βωλά]], lesb. [[βόλλα]]. Abgeleitete Adj.: [[βουλαῖος]] ‘zur β. gehörig’ (att. usw.) nebst den seltenen und poetischen [[βουλήεις]] [[wohlberaten]], [[klug]] (Sol.) und [[βούλιος]] ib. (A.). 2. [[βούλησις]] [[Wille]], [[Absicht]], [[Testament]] (att.). 3. [[βούλημα]] ib. (ion. att.) mit [[βουλημάτιον]] [[Testament]] (Pap.). — Von [[βουλή]] als Denominativum [[βουλεύω]] (βωλ-, βολλεύω), -ομαι ‘(sich) beraten, beschließen’ (seit Il.), oft präfigiert συμ-~, mit zahlreichen Ableitungen: 1. [[βούλευμα]] [[Beschluß]], [[Plan]] (ion. att.) mit [[βουλευμάτιον]] (Ar.); 2. [[βούλευσις]] [[Beratung]], [[Anschlag]] usw. als juristischer Terminus (att.); 3. [[βουλεία]] [[Ratsherrnwürde]] (Ar., X. usw.; vgl. [[πολιτεία]] u. a., Chantraine Formation 89); 4. [[βουλεῖον]] [[Rathaus]] (Chalkedon, Delphi; vgl. [[ἀρχεῖον]] usw.). 5. Nomen agentis [[βουλευτής]] [[Ratgeber]] (seit Il.; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 186 m. A. 1), f. [[βουλευτίς]] (A. ''Fr''.; Fraenkel 1, 164); dazu [[βουλευτικός]] [[beratend]] (att. usw.), auch [[βουλευτήριος]] ib. (A.; vgl. Schwyzer 467, Chantraine 43). Daneben 6. als unabhängiges Nomen loci: [[βουλευτήριον]] [[Rathaus]], [[Ratssaal]] (ion. att.; Chantraine 63). — Βουλεύς Bein. d. Zeus (Mykonos), auch EN (Apollod.), von [[βουλή]] oder [[βουλεύω]], s. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 98.<br />'''Etymology''' : Die obengenannten Präsensformen können alle, mit Ausnahme von [[βόλομαι]], auf *βόλσομαι bzw. *βέλσομαι, *δέλσομαι zurückgeführt werden und stellen somit eigentlich einen kurzvokalischen Konjunktiv des σ-Aorists dar. Die voluntativ-prospektive Bedeutung des Verbs hat die konjunktivische Form hervorgerufen, die dann als Präsens Indikativ umgedeutet wurde (vgl. Wackernagel Syntax 1, 60) und zu dem Verbalnomen *βολσά (vgl. [[γονή]], [[πνοή]] usw.) Anlaß gab. Neben diesem medialen Aorist stand anfänglich ein aktives intransitives Perfekt mit präsentischer, wahrscheinlich intensiver Bedeutung *βέβολα ‘es ist mein (fester) Entschluß’, von dem eine indirekte Spur in [[προβέβουλα]] [[ich ziehe vor]] (Α 113) mit neueingeführtem ου nach [[βούλομαι]] (anders Brugmann IF 32, 184) bewahrt sein mag. Zu bemerken auch pamph. βΟλΕμενος (Schwyzer 728 m. Lit.), das vielleicht als iterativ-intensiv aufgefaßt werden kann (zum Typus Schwyzer 719 β 1). — Vom Perfekt aus wurde dann der ο-Vokal (und das β-) sekundär auf den σ-Aorist *βόλσομαι für *βέλσ-, *δέλσομαι übertragen. Bei der Ausbreitung des ''o''-Vokals kann auch das Substantiv [[βουλή]] mitgewirkt haben. Auch das primäre thematische Präsens [[βόλομαι]] scheint seinen Vokalismus auf ähnliche Weise erhalten zu haben. (Anders Specht KZ 59, 104: [[βόλομαι]] antevokalische Schwundstufe wie [[πολύς]], [[πόλις]].) Übrigens könnte [[βόλομαι]] (aus *βέλομαι) auch als kurzvokalischer Konjunktiv zu einem athematischen Wurzelaorist betrachtet werden. — Hoffmann Dial. 2, 312, Fick BB 6, 212, Meillet IF 5, 328, MSL 20, 130f., Kretschmer Glotta 3, 160ff. (wo ausführliche Behandlung). Anders über [[βουλή]] z. B. Porzig Satzinhalte 229f., Lejeune Traité de phonétique 132. Da durch den Wechsel β- ~ δ- labiovelarer Anlaut für [[βούλομαι]] gesichert ist, stellt es sich unschwer zu [[βάλλω]] mit einer Bedeutungsentwicklung "sich (im Geiste) auf etwas werfen", βάλλεσθαι ἐν θυμῳ̃, μετὰ φρεσί od. ähnl., s. Kretschmer a. a. O. Die starke Bedeutungsverschiebung hat früh zu einer durchgreifenden Umgestaltung des Formsystems geführt, bei der der strukturale Zusammenhang mit [[βάλλω]] verlorenging. — Über das Verhältnis zwischen [[βούλομαι]], [[ἐθέλω]] und [[λῆν]] s. Braun Atti R. Ist. Veneto 98, 337ff., Rödiger Glotta 8, 1ff., Wifstrand Eranos 40, 16ff.<br />'''Page''' 1,258-259
|ftr='''βούλομαι''': {boúlomai}<br />'''Grammar''': v.<br />'''Meaning''': [[wollen]], [[wünschen]] (ion. att. seit Il.).<br />'''Derivative''': Dialektische Nebenformen: ark. kypr. eretr. (auch Hom., vgl. Chantraine Gramm. hom. 1, 311) [[βόλομαι]], lesb. [[βόλλομαι]], dor. (kret.) [[βώλομαι]]; thess. βέλλομαι, böot. βείλομη, dor. (Herakl. usw.) [[δήλομαι]], lokr. delph. [[δείλομαι]]. Die übrigen Tempusformen gehen alle vom Präsens aus: βουλήσομαι, [[ἐβουλήθην]], βεβούλημαι; zu βέβουλα (Α 113) s. unten. — Davon als Nomina actionis: 1. [[βουλή]] [[Wille]], [[Entschluß]]; [[Rat]] (seit Il.; zur Bed. Porzig Satzinhalte 229f.). Dialektale Nebenformen: dor. ark. [[βωλά]], lesb. [[βόλλα]]. Abgeleitete Adj.: [[βουλαῖος]] ‘zur β. gehörig’ (att. usw.) nebst den seltenen und poetischen [[βουλήεις]] [[wohlberaten]], [[klug]] (Sol.) und [[βούλιος]] ib. (A.). 2. [[βούλησις]] [[Wille]], [[Absicht]], [[Testament]] (att.). 3. [[βούλημα]] ib. (ion. att.) mit [[βουλημάτιον]] [[Testament]] (Pap.). — Von [[βουλή]] als Denominativum [[βουλεύω]] (βωλ-, βολλεύω), -ομαι ‘(sich) beraten, beschließen’ (seit Il.), oft präfigiert συμ-~, mit zahlreichen Ableitungen: 1. [[βούλευμα]] [[Beschluß]], [[Plan]] (ion. att.) mit [[βουλευμάτιον]] (Ar.); 2. [[βούλευσις]] [[Beratung]], [[Anschlag]] usw. als juristischer Terminus (att.); 3. [[βουλεία]] [[Ratsherrnwürde]] (Ar., X. usw.; vgl. [[πολιτεία]] u. a., Chantraine Formation 89); 4. [[βουλεῖον]] [[Rathaus]] (Chalkedon, Delphi; vgl. [[ἀρχεῖον]] usw.). 5. Nomen agentis [[βουλευτής]] [[Ratgeber]] (seit Il.; vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 186 m. A. 1), f. [[βουλευτίς]] (A. ''Fr''.; Fraenkel 1, 164); dazu [[βουλευτικός]] [[beratend]] (att. usw.), auch [[βουλευτήριος]] ib. (A.; vgl. Schwyzer 467, Chantraine 43). Daneben 6. als unabhängiges Nomen loci: [[βουλευτήριον]] [[Rathaus]], [[Ratssaal]] (ion. att.; Chantraine 63). — Βουλεύς Bein. d. Zeus (Mykonos), auch EN (Apollod.), von [[βουλή]] oder [[βουλεύω]], s. Boßhardt Die Nomina auf -ευς 98.<br />'''Etymology''': Die obengenannten Präsensformen können alle, mit Ausnahme von [[βόλομαι]], auf *βόλσομαι bzw. *βέλσομαι, *δέλσομαι zurückgeführt werden und stellen somit eigentlich einen kurzvokalischen Konjunktiv des σ-Aorists dar. Die voluntativ-prospektive Bedeutung des Verbs hat die konjunktivische Form hervorgerufen, die dann als Präsens Indikativ umgedeutet wurde (vgl. Wackernagel Syntax 1, 60) und zu dem Verbalnomen *βολσά (vgl. [[γονή]], [[πνοή]] usw.) Anlaß gab. Neben diesem medialen Aorist stand anfänglich ein aktives intransitives Perfekt mit präsentischer, wahrscheinlich intensiver Bedeutung *βέβολα ‘es ist mein (fester) Entschluß’, von dem eine indirekte Spur in [[προβέβουλα]] [[ich ziehe vor]] (Α 113) mit neueingeführtem ου nach [[βούλομαι]] (anders Brugmann IF 32, 184) bewahrt sein mag. Zu bemerken auch pamph. βΟλΕμενος (Schwyzer 728 m. Lit.), das vielleicht als iterativ-intensiv aufgefaßt werden kann (zum Typus Schwyzer 719 β 1). — Vom Perfekt aus wurde dann der ο-Vokal (und das β-) sekundär auf den σ-Aorist *βόλσομαι für *βέλσ-, *δέλσομαι übertragen. Bei der Ausbreitung des ''o''-Vokals kann auch das Substantiv [[βουλή]] mitgewirkt haben. Auch das primäre thematische Präsens [[βόλομαι]] scheint seinen Vokalismus auf ähnliche Weise erhalten zu haben. (Anders Specht KZ 59, 104: [[βόλομαι]] antevokalische Schwundstufe wie [[πολύς]], [[πόλις]].) Übrigens könnte [[βόλομαι]] (aus *βέλομαι) auch als kurzvokalischer Konjunktiv zu einem athematischen Wurzelaorist betrachtet werden. — Hoffmann Dial. 2, 312, Fick BB 6, 212, Meillet IF 5, 328, MSL 20, 130f., Kretschmer Glotta 3, 160ff. (wo ausführliche Behandlung). Anders über [[βουλή]] z. B. Porzig Satzinhalte 229f., Lejeune Traité de phonétique 132. Da durch den Wechsel β- ~ δ- labiovelarer Anlaut für [[βούλομαι]] gesichert ist, stellt es sich unschwer zu [[βάλλω]] mit einer Bedeutungsentwicklung "sich (im Geiste) auf etwas werfen", βάλλεσθαι ἐν θυμῳ̃, μετὰ φρεσί od. ähnl., s. Kretschmer a. a. O. Die starke Bedeutungsverschiebung hat früh zu einer durchgreifenden Umgestaltung des Formsystems geführt, bei der der strukturale Zusammenhang mit [[βάλλω]] verlorenging. — Über das Verhältnis zwischen [[βούλομαι]], [[ἐθέλω]] und [[λῆν]] s. Braun Atti R. Ist. Veneto 98, 337ff., Rödiger Glotta 8, 1ff., Wifstrand Eranos 40, 16ff.<br />'''Page''' 1,258-259
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':boÚlomai 布羅買<br />'''詞類次數''':動詞(34)<br />'''原文字根''':商議<br />'''字義溯源''':願意*,意欲,定意,有意,傾向,隨著,為要,想要,要<br />'''同源字''':1) ([[βουλευτής]])諮詢者,議士 2) ([[βουλεύω]])勸告 3) ([[βουλή]])旨意 4) ([[βούλημα]])決定 5) ([[βούλομαι]])願意 6) ([[ἐπιβουλή]])計謀 7) ([[παραβολεύομαι]] / [[παραβουλεύομαι]])錯誤諮詢,不顧 8) ([[συμβουλεύω]])一同勸告 9) ([[συμβούλιον]])勸勉 10) ([[σύμβουλος]])商議者<br />'''同義字''':1) ([[βούλομαι]])願意 2) ([[δέομαι]])求,懇求 3) ([[ἐντυγχάνω]])面求 4) ([[εὔχομαι]])願,望 5) ([[θέλω]])決定 6) ([[προσεύχομαι]])向神祈求<br />'''出現次數''':總共(35);太(2);可(1);路(2);約(1);徒(13);林前(1);林後(1);腓(1);提前(3);多(1);門(1);來(1);雅(3);彼後(1);約貳(1);約叄(1);猶(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 願意(6) 太11:27; 路10:22; 徒18:15; 徒25:22; 來6:17; 約叄1:10;<br />2) 想要(5) 太1:19; 徒18:27; 徒19:30; 提前6:9; 雅4:4;<br />3) 我願(3) 提前2:8; 提前5:14; 猶1:5;<br />4) 有意(2) 徒15:37; 林後1:15;<br />5) 要(2) 徒23:28; 徒27:43;<br />6) 隨著(1) 雅3:4;<br />7) 定意(1) 雅1:18;<br />8) 本來有意(1) 門1:13;<br />9) 願(1) 彼後3:9;<br />10) 他⋯願意(1) 徒25:20;<br />11) 我⋯願意(1) 約貳1:12;<br />12) 我⋯願(1) 多3:8;<br />13) 為要(1) 可15:15;<br />14) 我願意(1) 腓1:12;<br />15) 我們願意(1) 徒17:20;<br />16) 你們要(1) 約18:39;<br />17) 意欲(1) 徒12:4;<br />18) 他為要(1) 徒22:30;<br />19) 你願意(1) 路22:42;<br />20) 意(1) 林前12:11;<br />21) 就願意(1) 徒28:18;<br />22) 想(1) 徒5:28
|sngr='''原文音譯''':boÚlomai 布羅買<br />'''詞類次數''':動詞(34)<br />'''原文字根''':商議<br />'''字義溯源''':願意*,意欲,定意,有意,傾向,隨著,為要,想要,要<br />'''同源字''':1) ([[βουλευτής]])諮詢者,議士 2) ([[βουλεύω]])勸告 3) ([[βουλή]])旨意 4) ([[βούλημα]])決定 5) ([[βούλομαι]])願意 6) ([[ἐπιβουλή]])計謀 7) ([[παραβολεύομαι]] / [[παραβουλεύομαι]])錯誤諮詢,不顧 8) ([[συμβουλεύω]])一同勸告 9) ([[συμβούλιον]])勸勉 10) ([[σύμβουλος]])商議者<br />'''同義字''':1) ([[βούλομαι]])願意 2) ([[δέομαι]])求,懇求 3) ([[ἐντυγχάνω]])面求 4) ([[εὔχομαι]])願,望 5) ([[θέλω]])決定 6) ([[προσεύχομαι]])向神祈求<br />'''出現次數''':總共(35);太(2);可(1);路(2);約(1);徒(13);林前(1);林後(1);腓(1);提前(3);多(1);門(1);來(1);雅(3);彼後(1);約貳(1);約叄(1);猶(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 願意(6) 太11:27; 路10:22; 徒18:15; 徒25:22; 來6:17; 約叄1:10;<br />2) 想要(5) 太1:19; 徒18:27; 徒19:30; 提前6:9; 雅4:4;<br />3) 我願(3) 提前2:8; 提前5:14; 猶1:5;<br />4) 有意(2) 徒15:37; 林後1:15;<br />5) 要(2) 徒23:28; 徒27:43;<br />6) 隨著(1) 雅3:4;<br />7) 定意(1) 雅1:18;<br />8) 本來有意(1) 門1:13;<br />9) 願(1) 彼後3:9;<br />10) 他⋯願意(1) 徒25:20;<br />11) 我⋯願意(1) 約貳1:12;<br />12) 我⋯願(1) 多3:8;<br />13) 為要(1) 可15:15;<br />14) 我願意(1) 腓1:12;<br />15) 我們願意(1) 徒17:20;<br />16) 你們要(1) 約18:39;<br />17) 意欲(1) 徒12:4;<br />18) 他為要(1) 徒22:30;<br />19) 你願意(1) 路22:42;<br />20) 意(1) 林前12:11;<br />21) 就願意(1) 徒28:18;<br />22) 想(1) 徒5:28
}}
}}