εἰδικός: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0723.png Seite 723]] das [[εἶδος]] betreffend, speciell, dem [[γενικός]] entgeggstzt, Schol. Ar. Av. 102 u. oft bei Sp. Bei Plut. plac. phil. 1, 3 steht τὸ ποιητικὸν καὶ εἰδικόν dem παθητικὸν καὶ ὑλικόν gegenüber, das Formelle dem Materiellen. – Adv. εἰδικῶς, speciell, Sp., Inscr. 2222.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0723.png Seite 723]] das [[εἶδος]] betreffend, speciell, dem [[γενικός]] entgeggstzt, Schol. Ar. Av. 102 u. oft bei Sp. Bei Plut. plac. phil. 1, 3 steht τὸ ποιητικὸν καὶ εἰδικόν dem παθητικὸν καὶ ὑλικόν gegenüber, das Formelle dem Materiellen. – Adv. [[εἰδικῶς]], speciell, Sp., Inscr. 2222.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εἰδικός''': -ή, -όν, ([[εἶδος]]) [[μερικός]], ὁ κατὰ [[μέρος]], ἀντίθ. τῷ [[γενικός]], Πορφύρ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλογ. Φυσ. τ. 1. σ. 822· εἰδ. αἴτιον Πλούτ. 2. 876Ε. ΙΙ. [[ἰδιαίτερος]]: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἰδιαιτέρως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2222. 15.
|lstext='''εἰδικός''': -ή, -όν, ([[εἶδος]]) [[μερικός]], ὁ κατὰ [[μέρος]], ἀντίθ. τῷ [[γενικός]], Πορφύρ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλογ. Φυσ. τ. 1. σ. 822· εἰδ. αἴτιον Πλούτ. 2. 876Ε. ΙΙ. [[ἰδιαίτερος]]: - Ἐπίρρ. [[εἰδικῶς]], ἰδιαιτέρως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2222. 15.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἰδικ- D.T.636.15, 637.23, A.D.<i>Synt</i>.230.11, 20, Plot.5.7.1<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[específico]], [[perteneciente a la especie]], [[de naturaleza específica]] frec. op. [[γενικός]] ‘[[genérico]]’ συμπτώματα Gal.7.53, ζητήσεις S.E.<i>P</i>.1.188, ἀρεταί Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.19, Phld.<i>D</i>.3.fr.82.4, cf. Ph.1.140, 287, Alex.Aphr.<i>Febr</i>.23.2, τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰδικὰς τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.<i>Sign</i>.fr.2, αἰσθήσεις <i>Placit</i>.4.10.1, τοὺς ἐκ τοῦ εἰδικοῦ τρόπου ὀνείρους Artem.4.21, οὐσία Olymp.<i>in Cat</i>.72.20, τῶν γενικῶν συστημάτων ἃ μὲν εἰς εἰδικὰ διαιρεῖται, ἃ δὲ οὔ de la música, Aristid.Quint.17.2<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τό εἰ. [[especie]] op. ‘[[género]]’ τὸ εἰδικώτατον lo más específico</i>, infima species</i> Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.214, ἵν' ... ὑπάρχῃ τὸ γένος, κἂν πολλὰ τῶν εἰδικῶν βύθια χωρῇ ref. al género humano, Ph.1.284, de aves, Ath.373b, Sch.Ar.<i>Au</i>.102d<br /><b class="num">•</b>gram. ὄνομα D.T.ll.cc., A.D.<i>Synt</i>.230.11, Phlp.<i>in Mete</i>.92.29, ἡ ἰδικὴ σημασία A.D.<i>Synt</i>.230.20<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ εἰ. [[término específico]] τῷ εἰδικῷ καταχρώμενος ἀντὶ τοῦ γένους utilizando el término específico en vez del genérico</i> S.E.<i>M</i>.7.50.<br /><b class="num">2</b> [[formal]] op. ‘[[material]]’ τὸ ποιητικὸν αἴτιον καὶ εἰδικόν op. [[τὸ παθητικόν τε καὶ ὑλικόν]] Plu.2.876f, ὑγείας καὶ νόσου ... εἰδικὰ αἴτια Alex.Aphr.<i>Febr</i>.25.9, cf. 13, Olymp.<i>in Mete</i>.302.28, <i>in Alc</i>.178, τῶν τινῶν ἀνθρώπων διαφερόντων ἀλλήλων ... καὶ ἰδικαῖς διαφοραῖς μυρίαις distinguiéndose unos hombres de otros también por mil diferencias formales</i> Plot.l.c., cf. Phlp.<i>in GC</i> 53.9.<br /><b class="num">3</b> [[especial]] op. ‘[[general]]’ σοφία ... δευτέρα καὶ εἰδικωτέρα οὖσα Ph.1.289, [[ἀντίρρησις]] ... εἰδικωτέρα op. [[καθολική]] argumento muy especial</i> S.E.<i>M</i>.1.39, op. κοινός: ὁ [[ἄνθρωπος]] ὁ κοινός τε καὶ [[εἰδικός]] Porph.<i>Intr</i>.11.15, τῶν φυσικῶν αἴτια, κοινὰ μέν ... καὶ εἰδικώτερα Phlp.<i>in Mete</i>.4.27<br /><b class="num">•</b>fil. τὰ εἰδικώτατα εἴδη especies especialísimas</i>, e.e., las especies últimas después de las cuales no existen más que los individuos</i>, Dam.<i>Pr</i>.87, εἰδικώτατα καὶ ἔσχατα τῶν εἰδῶν Dam.<i>Pr</i>.87.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[específicamente]] περαντικοὶ δέ εἰσιν εἰ. οἱ ... son específicamente concluyentes aquellos (razonamientos) que ...</i> Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.77, πρὸς ἑκάστην (δόξαν) λέγειν εἰ. S.E.<i>P</i>.3.37, ἡ σύνκ[λη] τος εἰ. ἐβεβαίωσεν ὅπως <i>RDGE</i> 70.15 (Quíos I d.C.), op. καθόλου ‘[[en general]]’, Aristid.Quint.78.7<br /><b class="num">•</b>[[por especies]] op. γενικῶς ‘[[por géneros]]’, D.L.7.132<br /><b class="num">•</b>[[en cuanto a la especie]] πομφόλυξ σποδίου εἰ. διαφέρει· γενικὴν γὰρ οὐκ ἔχει παραλλαγήν Dsc.5.75.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἰδικ- D.T.636.15, 637.23, A.D.<i>Synt</i>.230.11, 20, Plot.5.7.1<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[específico]], [[perteneciente a la especie]], [[de naturaleza específica]] frec. op. [[γενικός]] ‘[[genérico]]’ συμπτώματα Gal.7.53, ζητήσεις S.E.<i>P</i>.1.188, ἀρεταί Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.19, Phld.<i>D</i>.3.fr.82.4, cf. Ph.1.140, 287, Alex.Aphr.<i>Febr</i>.23.2, τὰς γενικὰς καὶ τὰς εἰδικὰς τῶν σημείων παραλλαγάς Phld.<i>Sign</i>.fr.2, αἰσθήσεις <i>Placit</i>.4.10.1, τοὺς ἐκ τοῦ εἰδικοῦ τρόπου ὀνείρους Artem.4.21, οὐσία Olymp.<i>in Cat</i>.72.20, τῶν γενικῶν συστημάτων ἃ μὲν εἰς εἰδικὰ διαιρεῖται, ἃ δὲ οὔ de la música, Aristid.Quint.17.2<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τό εἰ. [[especie]] op. ‘[[género]]’ τὸ εἰδικώτατον lo más específico</i>, infima species</i> Diog.Bab.<i>Stoic</i>.3.214, ἵν' ... ὑπάρχῃ τὸ γένος, κἂν πολλὰ τῶν εἰδικῶν βύθια χωρῇ ref. al género humano, Ph.1.284, de aves, Ath.373b, Sch.Ar.<i>Au</i>.102d<br /><b class="num">•</b>gram. ὄνομα D.T.ll.cc., A.D.<i>Synt</i>.230.11, Phlp.<i>in Mete</i>.92.29, ἡ ἰδικὴ σημασία A.D.<i>Synt</i>.230.20<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. τὸ εἰ. [[término específico]] τῷ εἰδικῷ καταχρώμενος ἀντὶ τοῦ γένους utilizando el término específico en vez del genérico</i> S.E.<i>M</i>.7.50.<br /><b class="num">2</b> [[formal]] op. ‘[[material]]’ τὸ ποιητικὸν αἴτιον καὶ εἰδικόν op. [[τὸ παθητικόν τε καὶ ὑλικόν]] Plu.2.876f, ὑγείας καὶ νόσου ... εἰδικὰ αἴτια Alex.Aphr.<i>Febr</i>.25.9, cf. 13, Olymp.<i>in Mete</i>.302.28, <i>in Alc</i>.178, τῶν τινῶν ἀνθρώπων διαφερόντων ἀλλήλων ... καὶ ἰδικαῖς διαφοραῖς μυρίαις distinguiéndose unos hombres de otros también por mil diferencias formales</i> Plot.l.c., cf. Phlp.<i>in GC</i> 53.9.<br /><b class="num">3</b> [[especial]] op. ‘[[general]]’ σοφία ... δευτέρα καὶ εἰδικωτέρα οὖσα Ph.1.289, [[ἀντίρρησις]] ... εἰδικωτέρα op. [[καθολική]] argumento muy especial</i> S.E.<i>M</i>.1.39, op. κοινός: ὁ [[ἄνθρωπος]] ὁ κοινός τε καὶ [[εἰδικός]] Porph.<i>Intr</i>.11.15, τῶν φυσικῶν αἴτια, κοινὰ μέν ... καὶ εἰδικώτερα Phlp.<i>in Mete</i>.4.27<br /><b class="num">•</b>fil. τὰ εἰδικώτατα εἴδη especies especialísimas</i>, e.e., las especies últimas después de las cuales no existen más que los individuos</i>, Dam.<i>Pr</i>.87, εἰδικώτατα καὶ ἔσχατα τῶν εἰδῶν Dam.<i>Pr</i>.87.<br /><b class="num">II</b> adv. [[εἰδικῶς]] = [[específicamente]] περαντικοὶ δέ εἰσιν εἰ. οἱ ... son específicamente concluyentes aquellos ([[razonamiento]]s) que ...</i> Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.77, πρὸς ἑκάστην (δόξαν) λέγειν εἰ. S.E.<i>P</i>.3.37, ἡ σύνκλητος εἰ. ἐβεβαίωσεν ὅπως <i>RDGE</i> 70.15 (Quíos I d.C.), op. [[καθόλου]] ‘[[en general]]’, Aristid.Quint.78.7<br /><b class="num">•</b>[[por especies]] op. [[γενικῶς]] ‘[[por géneros]]’, D.L.7.132<br /><b class="num">•</b>[[en cuanto a la especie]] [[πομφόλυξ]] σποδίου εἰ. διαφέρει· γενικὴν γὰρ οὐκ ἔχει παραλλαγήν Dsc.5.75.
}}
}}
{{grml
{{grml