μυρτίδανον: Difference between revisions

m
Text replacement - "l’" to "l'"
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> sorte de plante semblable au myrte;<br /><b>2</b> excroissance parasite sur l’écorce du myrte;<br /><b>3</b> fruit du poivrier.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτος]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> sorte de plante semblable au myrte;<br /><b>2</b> excroissance parasite sur l'écorce du myrte;<br /><b>3</b> fruit du poivrier.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μυρτίδανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] φυτού που [[είναι]] παρεμφερές με τη [[μυρτιά]]<br /><b>2.</b> ανώμαλη [[επίφυση]] που εκφύεται στον κορμό και στα κλαδιά τὴς μυρτιάς<br /><b>3.</b> ο [[καρπός]] ενός ιθαγενούς φυτού της Περσίας ή της Ινδίας που μεταφυτεύθηκε στις μεσογειακές χώρες και χρησιμοποιούνταν ως [[πιπέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ερευθέ</i>-<i>δανον</i>)].
|mltxt=[[μυρτίδανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] φυτού που [[είναι]] παρεμφερές με τη [[μυρτιά]]<br /><b>2.</b> ανώμαλη [[επίφυση]] που εκφύεται στον κορμό και στα κλαδιά τὴς μυρτιάς<br /><b>3.</b> ο [[καρπός]] ενός ιθαγενούς φυτού της Περσίας ή της Ινδίας που μεταφυτεύθηκε στις μεσογειακές χώρες και χρησιμοποιούνταν ως [[πιπέρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύρτος]] (<b>πρβλ.</b> <i>ερευθέ</i>-<i>δανον</i>)].
}}
}}