βρύλλον: Difference between revisions

m
no edit summary
(6_8)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''βρύλλον''': ἢ [[βροῦλλον]], τό, = [[σπάρτον]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 663, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5, 125.
|lstext='''βρύλλον''': ἢ [[βροῦλλον]], τό, = [[σπάρτον]], Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 663, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5, 125.
}}
{{grml
|mltxt=[[βούρλο]] και [[βρούλο]], το (AM [[βροῦλλον]] και [[βροῦλον]] και [[βρύλλον]] και [[βρύλον]])<br />υδροχαρές [[φυτό]] της τάξης των βουρλωδών από τα φύλλα του οποίου κατασκευάζονται ψάθες, καλάθια, σκοινιά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κλώνος]] του βούρλου<br /><b>2.</b> [[ορμαθός]], [[βουρλιά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «του κόπηκε το [[βούρλο]]» — πέθανε.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[βούρλο]], <i>βρούλο</i> <span style="color: red;"><</span> (αρχ. -μσν.) <i>βρού</i> (<i>λ</i>) <i>λον</i>, <i>βρύ</i> (<i>λ</i>) <i>λον</i>, τύποι άγνωστης ετυμολ.].
}}
}}