ψῆφος: Difference between revisions

m
Text replacement - "ἀριθμὸς" to "ἀριθμὸς"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "ἀριθμὸς" to "ἀριθμὸς")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ψῆφος''': Δωρ. ψᾶφος, Αἰολ. [[ψάφαξ]], ἡ· (ψάω)· - [[λιθάριον]] λιανθὲν καὶ στρογγυλωθὲν ἐκ τῆς τριβῆς, οἷα τὰ εὑρισκόμενα ἐν ταῖς κοίταις τῶν ποταμῶν καὶ παρὰ τὴν ἀκτὴν τῆς θαλάσσης, «χαλίκι», «χοχλακάκι», «βόλι», «ψηφῖδα», Λατ. calculus, ψᾶφος ἑλισσομένα Πινδ. Ο. 10 (11), 13· οὐκ ἂν [[εἰδείην]] λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμὸν [[αὐτόθι]] 13. 65· ψήφῳ μούνῃ [βαλὼν] διατετρανέεις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μόγις]] ἂν λίθῳ παίσας διαράξειας, Ἡρόδ. 3. 12· ψ. ἄμμου, [[κόκκος]] ἄμμου, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙΗ΄, 10). 2) [[πολύτιμος]] [[λίθος]], «πετράδι», Φιλόστρ. 117· [[μάλιστα]] ἐν δακτυλίῳ φορούμενος, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 9. 2, Ἀνθ. Παλατ. 11. 290. ΙΙ. ὡς ἐκ τῶν διαφόρων χρήσεων τῶν μικρῶν τούτων λιθαρίων παρὰ τοῖς παλαιοῖς ἡ [[λέξις]] ἐσήμαινε: 1) [[λιθάριον]] ἐν χρήσει εἰς ἀρίθμησιν, ψήφοις λογίζεσθαι, ἀριθμεῖν διὰ λιθαρίων, ἀριθμεῖν διὰ τῆς ἀριθμητικῆς τέχνης, Ἡρόδ. 2.36, κλπ.: [[ὅθεν]] ὑπολογίζω ἀκριβῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπὸ χειρὸς λ., Ἀριστοφ. Σφ. 656· [[οὕτως]] οὐ τιθεὶς ψήφοις Δημ. 304. 4· ἐν ψήφῳ λέγειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 570· ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι Εὐρ. Ρῆσ. 309· μεταφορ., ταῖς τοῦ συμφέροντος ψήφοις μετρεῖν πάντα Πολύβ. 2. 47, 5· - [[ὅθεν]] [[ψῆφος]] ἐλέγετο αὐτὸς ὁ [[ἀριθμὸς]], τὸν ἄρτιον ποτθέμεν .. ψᾶφον Ἐπίχ. 94. 8 Ahr. - ἐν τῷ πληθ., ὑπολογισμοὶ, λογαριασμοὶ, καθαραὶ ψῆφοι, [[ἔνθα]] ὑπάρχει ἀκριβὴς [[ἐξίσωσις]], Δημ. 303. 22 οἱ περὶ τὰς ψήφους, οἱ λογισταὶ ἢ λογιστικοὶ, Ἀλκίφρων 1. 26· [[ψήφων]] [[ἄπειρος]] Πλούτ. 2. 812Ε. 2) [[λιθάριον]] ἐν χρήσει κατὰ τὴ παιδιὰν τῶν πεσσῶν, Λατ. scrupus, Πλάτ. Πολ. 487C· [[κύβος]] ἐν παιδιᾷ [[ψήφων]] Πλούτ. 2. 427F. 3) [[λιθάριον]] χρησιμεῦον εἰς εἶδός τι μαντικῆς, ἡ διὰ [[ψήφων]] μαντικὴ, Heyne Ἀπολλόδ. 3. 10, 2, σ. 274 πρβλ. [[Θριαί]]. 4) [[λιθάριον]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν ψηφοφορίαν, ὅτε καὶ ἐρρίπτετο εἴς τινα πρὸς τοῦτο κάλπην (ὑδρίαν), πρῶτον παρ. Ἡρόδοτ. καὶ συχν. παρὰ τοῖς Ἀττ.· τὰς ψ. διενέμοντο Ἡρόδ. 8 123· ψήφῳ ψηφίζεσθαι ὁ αὐτ. 9. 55· ἐὰν μὴ τῇ ψήφῳ .. ψηφίσωνται [[κρύβδην]] ψηφιζόμενοι Δημ. 1375. 16· [[ὅθεν]] καὶ αὐτὸ τὸ [[ἔργον]] τῆς ψηφοφορίας, ψῆφον φέρειν, ψηφοφορεῖν, Λατ. suff agium ferre, συχν. παρ’ Ἀττικ., [[οἷον]] 680. Ἀνδοκ. 1. 12, Δημ. 1317. 27 κτλ.· ὑπέρ τινος Λυκοῦργ. 148. 29· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 149. 13, κλπ.: ψήφου φορὰ Εὐρ. Ἱκ. 484 ψῆφον τίθεσθαι, ἀκριβῶς ὡς τὸ ψηφίζεσθαι, Ἡρόδοτ. 6. 57., 8. 123· μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 3. 73, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 816, Πλάτ. Πρωτ. 330C, κ. ἀλλ.· ψ. προστίθεσθαι Θουκ. 1. 40, πρβλ. [[προστίθημι]] Β. Ι. 3· - ψήφῳ διαιρεῖν, διὰ [[ψήφων]] ὁρίζειν, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 630· οὕτω, ψήφῳ κρίνειν, διακρίνειν Θουκ. 1. 87, κτλ.· τὸ πέμπτον [[μέρος]] τῶν [[ψήφων]] μεταβαλλεῖν Πλάτ. Ἀπολ. 36Β, Δημ. 529. 24· - περιληπτικῶς, ψ. γίγνεται [[περί]] τινος, γίνεται [[ψηφοφορία]], Ἀντιφῶν 135. 2· ἡ σώζουσα, ἡ καθαιροῦσα [[ψῆφος]] Λυσί. 133. 13, πρβλ. Δημ. 362. 6· οἷς ἄν πλείστη γένηται ψ., [[πλειονοψηφία]], Πλάτ. Νόμ. 759D· - τὴν ψῆφον [[ἐπάγω]], [[προτείνω]] ψηφοφορίαν, ἐπὶ τοῦ προεδρεύοντος, ὡς τὸ ἐπιψηφίζειν. Θουκ. 1. 119, 125· οὕτω, τὴν ψ. προτιθέναι Δημ. 361, ἐν τέλ.· [[ἀλλά]], τὰς ψ. διανέμεσθαι, ἀριθμεῖν λογαριάζειν, Ἡρόδ. 8. 123· ὑπὸ ψήφου μιᾶς, [[ὁμοθύμως]], ἐκ συμφώνου, Ἀριστοφ. Λυσ. 270. β) τὸ διὰ τῆς ψήφου ἀποφασιζόμενον, ἡ [[ἀπόφασις]] τῆς ἐκκλησίας, ψ. καταγνώσεως, καταδικαστικὴ [[ἀπόφασις]], Θουκ. 3. 82· οὐ γάρ πω [[ψῆφος]] ἐπῆκτο αὐτῷ περὶ φυγῆς, δὲν εῖχε γίνει [[εἰσέτι]] [[ψηφοφορία]] κατ’ [[αὐτοῦ]] περὶ ἐξορίας, Ξεν. Αν. 7. 7, 57, πρβλ. Αἰσχὐλ. Θήβ. 198, Ἰκέτ. 8· - [[ὅθεν]]. γ) [[καθόλου]], πᾶσα [[ἀπόφασις]], ἢ [[δόγμα]] μονάρχου, ψῆφον τυράννων Σοφοκλ. Ἀντιγ. 60· λιθίνα ψᾶφος, [[δόγμα]] γεγραμμένον ἐπὶ λίθου, Πινδ. Ο. 7. 159· διδοῖ ψᾶφον παρ’ αὐτᾶς [ἡ [[δρῦς]]] ψῆφον περὶ ἑαυτῆς δίδωσιν ὅτι δύναται εἴς τι χρησιμεύειν καὶ [[ἄκαρπος]] οὖσα, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 471· βροτῶν [[ψῆφος]] φλεγυρὰ, ἡ κοινὴ γνώμη, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 1· τίν ἂν ψῆφον θεῖο; τίνα κρίσιν, γνώμην, ἢ ἀπόφασιν...; Πλάτ. Πρωταγ. 330C, πρβλ. Πολ. 450Α. δ) [[ψῆφος]] Ἀθηνᾶς Calculus, Minervae ἦτο [[φράσις]] [[παροιμιώδης]] δηλοῦσα ἀθῴωσιν, πιθανῶς ἐπὶ ἰσοψηφίας, Φιλόστρ. 568, πρβλ. Müller Eumen. Append., καὶ πρβλ. στίχ. 753, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 966. - Ἡ [[ψηφοφορία]], διὰ ψήφου, πρέπει νὰ διακρίνηται τῆς διὰ κυάμου ἢ κλήρου ἐκλογῆς· ἡ [[ψῆφος]] ἦν ἐν χρήσει ἐν τοις δικαστηρίοις, ὁ δὲ [[κύαμος]] ἐν τῇ ἐκλογῇ διαφόρων ἀρχῶν (εἰ καὶ [[ἐνίοτε]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἡ λέξ [[ψῆφος]] ἐπὶ ἐκλογῆς, Δημ. 271. ἐν τέλ., Πλούτ. Κάτων Νεώτ. 50). Αἱ καταδικαστικαὶ ἢ ἀθῳωτικαὶ ψῆφοι [[ἐνίοτε]] διεκρίνοντο, αἱ μὲν τετρυπημέναι αἱ δὲ πλήρεις, Αἰσχίνης 12. 34· [[ὡσαύτως]] αἱ μὲν λευκαὶ αἱ δὲ μέλαιναι, Πλουτ. Ἀλκ. 22· - χοιρῖναι, [[ἤτοι]] κόγχαι θαλάσσιαι [[ἐνίοτε]] ἐχρησίμευον ὡς ψῆφοι (Ἀριστοφ. Σφ. 333, κτλ.), ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] οἱ κύαμοι, πρβλ. [[κημός]], καὶ ἴδε Philol. Museum 1. σ. 420. Ὁ Θουκυδ. λέγει καὶ ψῆφον φανερὰν διενεγκεῖν, 4. 74· ὁ Λυσίας, τὴν ψ. οὐκ εἰς καδίσκους, ἀλλὰ φανερὰν ἐπὶ τὰς τρεπέζας τίθεσθαι, 133. 12· ὁ [[Πλάτων]], ἔστω δὴ φανερὰ .. ἡ ψ. τιθεμένη Νόμ. 855D, πρβλ. 767D· ὁ Αἰσχίνης, ἡ ψ. ἀφανὴς φέρεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερὰ ψ. 87. 13· οὕτω [[κρύβδην]] τὴν ψ. φέρειν, Ἀριστ. Ρήτ. πρὸς Ἀλέξ. 19, 8, πρβλ. 3, 17· - ἀλλὰ κατ’ ἀρχαιοτέρους χρόνους ὁ [[βαθμὸς]] τῆς μυστικότητος ἐν τᾖ ψηφοφορίᾳ [[εἶναι]] [[μᾶλλον]] [[ἀμφίβολος]], ἴδε Scott on the Athen. Ballot (Oxf. 1838). -Ἐν Ἀριστοφ. Βατράχ. 685, κἄν ἴσαι γένωνται, [[ὑπακουστέον]] τὸ ψήφοι· οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ πάσαις κρατεῖν Λουκιαν. Δὶς Κατ. 18, πρβλ. 22, κτλ. ε) περὶ τοῦ Κόννου ψ., ἴδε ἐν λέξ. Κόννᾶς. 5) ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] γίνεται ἡ [[ψηφοφορία]] (ὡς τὸ πεσσοὶ λέγεται ἐπὶ τοῦ τόπου [[ἔνθα]] γίνεται ἡ παιδιὰ τῶν πεσσῶν), Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 947· πρβλ. Meineke Cm. Fragm. 2. 19. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 372-374.
|lstext='''ψῆφος''': Δωρ. ψᾶφος, Αἰολ. [[ψάφαξ]], ἡ· (ψάω)· - [[λιθάριον]] λιανθὲν καὶ στρογγυλωθὲν ἐκ τῆς τριβῆς, οἷα τὰ εὑρισκόμενα ἐν ταῖς κοίταις τῶν ποταμῶν καὶ παρὰ τὴν ἀκτὴν τῆς θαλάσσης, «χαλίκι», «χοχλακάκι», «βόλι», «ψηφῖδα», Λατ. calculus, ψᾶφος ἑλισσομένα Πινδ. Ο. 10 (11), 13· οὐκ ἂν [[εἰδείην]] λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμὸν [[αὐτόθι]] 13. 65· ψήφῳ μούνῃ [βαλὼν] διατετρανέεις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[μόγις]] ἂν λίθῳ παίσας διαράξειας, Ἡρόδ. 3. 12· ψ. ἄμμου, [[κόκκος]] ἄμμου, Ἑβδ. (Σειρὰχ ΙΗ΄, 10). 2) [[πολύτιμος]] [[λίθος]], «πετράδι», Φιλόστρ. 117· [[μάλιστα]] ἐν δακτυλίῳ φορούμενος, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 9. 2, Ἀνθ. Παλατ. 11. 290. ΙΙ. ὡς ἐκ τῶν διαφόρων χρήσεων τῶν μικρῶν τούτων λιθαρίων παρὰ τοῖς παλαιοῖς ἡ [[λέξις]] ἐσήμαινε: 1) [[λιθάριον]] ἐν χρήσει εἰς ἀρίθμησιν, ψήφοις λογίζεσθαι, ἀριθμεῖν διὰ λιθαρίων, ἀριθμεῖν διὰ τῆς ἀριθμητικῆς τέχνης, Ἡρόδ. 2.36, κλπ.: [[ὅθεν]] ὑπολογίζω ἀκριβῶς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπὸ χειρὸς λ., Ἀριστοφ. Σφ. 656· [[οὕτως]] οὐ τιθεὶς ψήφοις Δημ. 304. 4· ἐν ψήφῳ λέγειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 570· ἐν ψήφου λόγῳ θέσθαι Εὐρ. Ρῆσ. 309· μεταφορ., ταῖς τοῦ συμφέροντος ψήφοις μετρεῖν πάντα Πολύβ. 2. 47, 5· - [[ὅθεν]] [[ψῆφος]] ἐλέγετο αὐτὸς ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]], τὸν ἄρτιον ποτθέμεν .. ψᾶφον Ἐπίχ. 94. 8 Ahr. - ἐν τῷ πληθ., ὑπολογισμοὶ, λογαριασμοὶ, καθαραὶ ψῆφοι, [[ἔνθα]] ὑπάρχει ἀκριβὴς [[ἐξίσωσις]], Δημ. 303. 22 οἱ περὶ τὰς ψήφους, οἱ λογισταὶ ἢ λογιστικοὶ, Ἀλκίφρων 1. 26· [[ψήφων]] [[ἄπειρος]] Πλούτ. 2. 812Ε. 2) [[λιθάριον]] ἐν χρήσει κατὰ τὴ παιδιὰν τῶν πεσσῶν, Λατ. scrupus, Πλάτ. Πολ. 487C· [[κύβος]] ἐν παιδιᾷ [[ψήφων]] Πλούτ. 2. 427F. 3) [[λιθάριον]] χρησιμεῦον εἰς εἶδός τι μαντικῆς, ἡ διὰ [[ψήφων]] μαντικὴ, Heyne Ἀπολλόδ. 3. 10, 2, σ. 274 πρβλ. [[Θριαί]]. 4) [[λιθάριον]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν ψηφοφορίαν, ὅτε καὶ ἐρρίπτετο εἴς τινα πρὸς τοῦτο κάλπην (ὑδρίαν), πρῶτον παρ. Ἡρόδοτ. καὶ συχν. παρὰ τοῖς Ἀττ.· τὰς ψ. διενέμοντο Ἡρόδ. 8 123· ψήφῳ ψηφίζεσθαι ὁ αὐτ. 9. 55· ἐὰν μὴ τῇ ψήφῳ .. ψηφίσωνται [[κρύβδην]] ψηφιζόμενοι Δημ. 1375. 16· [[ὅθεν]] καὶ αὐτὸ τὸ [[ἔργον]] τῆς ψηφοφορίας, ψῆφον φέρειν, ψηφοφορεῖν, Λατ. suff agium ferre, συχν. παρ’ Ἀττικ., [[οἷον]] 680. Ἀνδοκ. 1. 12, Δημ. 1317. 27 κτλ.· ὑπέρ τινος Λυκοῦργ. 148. 29· [[περί]] τινος ὁ αὐτ. 149. 13, κλπ.: ψήφου φορὰ Εὐρ. Ἱκ. 484 ψῆφον τίθεσθαι, ἀκριβῶς ὡς τὸ ψηφίζεσθαι, Ἡρόδοτ. 6. 57., 8. 123· μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 3. 73, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 816, Πλάτ. Πρωτ. 330C, κ. ἀλλ.· ψ. προστίθεσθαι Θουκ. 1. 40, πρβλ. [[προστίθημι]] Β. Ι. 3· - ψήφῳ διαιρεῖν, διὰ [[ψήφων]] ὁρίζειν, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 630· οὕτω, ψήφῳ κρίνειν, διακρίνειν Θουκ. 1. 87, κτλ.· τὸ πέμπτον [[μέρος]] τῶν [[ψήφων]] μεταβαλλεῖν Πλάτ. Ἀπολ. 36Β, Δημ. 529. 24· - περιληπτικῶς, ψ. γίγνεται [[περί]] τινος, γίνεται [[ψηφοφορία]], Ἀντιφῶν 135. 2· ἡ σώζουσα, ἡ καθαιροῦσα [[ψῆφος]] Λυσί. 133. 13, πρβλ. Δημ. 362. 6· οἷς ἄν πλείστη γένηται ψ., [[πλειονοψηφία]], Πλάτ. Νόμ. 759D· - τὴν ψῆφον [[ἐπάγω]], [[προτείνω]] ψηφοφορίαν, ἐπὶ τοῦ προεδρεύοντος, ὡς τὸ ἐπιψηφίζειν. Θουκ. 1. 119, 125· οὕτω, τὴν ψ. προτιθέναι Δημ. 361, ἐν τέλ.· [[ἀλλά]], τὰς ψ. διανέμεσθαι, ἀριθμεῖν λογαριάζειν, Ἡρόδ. 8. 123· ὑπὸ ψήφου μιᾶς, [[ὁμοθύμως]], ἐκ συμφώνου, Ἀριστοφ. Λυσ. 270. β) τὸ διὰ τῆς ψήφου ἀποφασιζόμενον, ἡ [[ἀπόφασις]] τῆς ἐκκλησίας, ψ. καταγνώσεως, καταδικαστικὴ [[ἀπόφασις]], Θουκ. 3. 82· οὐ γάρ πω [[ψῆφος]] ἐπῆκτο αὐτῷ περὶ φυγῆς, δὲν εῖχε γίνει [[εἰσέτι]] [[ψηφοφορία]] κατ’ [[αὐτοῦ]] περὶ ἐξορίας, Ξεν. Αν. 7. 7, 57, πρβλ. Αἰσχὐλ. Θήβ. 198, Ἰκέτ. 8· - [[ὅθεν]]. γ) [[καθόλου]], πᾶσα [[ἀπόφασις]], ἢ [[δόγμα]] μονάρχου, ψῆφον τυράννων Σοφοκλ. Ἀντιγ. 60· λιθίνα ψᾶφος, [[δόγμα]] γεγραμμένον ἐπὶ λίθου, Πινδ. Ο. 7. 159· διδοῖ ψᾶφον παρ’ αὐτᾶς [ἡ [[δρῦς]]] ψῆφον περὶ ἑαυτῆς δίδωσιν ὅτι δύναται εἴς τι χρησιμεύειν καὶ [[ἄκαρπος]] οὖσα, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 471· βροτῶν [[ψῆφος]] φλεγυρὰ, ἡ κοινὴ γνώμη, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 1· τίν ἂν ψῆφον θεῖο; τίνα κρίσιν, γνώμην, ἢ ἀπόφασιν...; Πλάτ. Πρωταγ. 330C, πρβλ. Πολ. 450Α. δ) [[ψῆφος]] Ἀθηνᾶς Calculus, Minervae ἦτο [[φράσις]] [[παροιμιώδης]] δηλοῦσα ἀθῴωσιν, πιθανῶς ἐπὶ ἰσοψηφίας, Φιλόστρ. 568, πρβλ. Müller Eumen. Append., καὶ πρβλ. στίχ. 753, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 966. - Ἡ [[ψηφοφορία]], διὰ ψήφου, πρέπει νὰ διακρίνηται τῆς διὰ κυάμου ἢ κλήρου ἐκλογῆς· ἡ [[ψῆφος]] ἦν ἐν χρήσει ἐν τοις δικαστηρίοις, ὁ δὲ [[κύαμος]] ἐν τῇ ἐκλογῇ διαφόρων ἀρχῶν (εἰ καὶ [[ἐνίοτε]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἡ λέξ [[ψῆφος]] ἐπὶ ἐκλογῆς, Δημ. 271. ἐν τέλ., Πλούτ. Κάτων Νεώτ. 50). Αἱ καταδικαστικαὶ ἢ ἀθῳωτικαὶ ψῆφοι [[ἐνίοτε]] διεκρίνοντο, αἱ μὲν τετρυπημέναι αἱ δὲ πλήρεις, Αἰσχίνης 12. 34· [[ὡσαύτως]] αἱ μὲν λευκαὶ αἱ δὲ μέλαιναι, Πλουτ. Ἀλκ. 22· - χοιρῖναι, [[ἤτοι]] κόγχαι θαλάσσιαι [[ἐνίοτε]] ἐχρησίμευον ὡς ψῆφοι (Ἀριστοφ. Σφ. 333, κτλ.), ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] οἱ κύαμοι, πρβλ. [[κημός]], καὶ ἴδε Philol. Museum 1. σ. 420. Ὁ Θουκυδ. λέγει καὶ ψῆφον φανερὰν διενεγκεῖν, 4. 74· ὁ Λυσίας, τὴν ψ. οὐκ εἰς καδίσκους, ἀλλὰ φανερὰν ἐπὶ τὰς τρεπέζας τίθεσθαι, 133. 12· ὁ [[Πλάτων]], ἔστω δὴ φανερὰ .. ἡ ψ. τιθεμένη Νόμ. 855D, πρβλ. 767D· ὁ Αἰσχίνης, ἡ ψ. ἀφανὴς φέρεται, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερὰ ψ. 87. 13· οὕτω [[κρύβδην]] τὴν ψ. φέρειν, Ἀριστ. Ρήτ. πρὸς Ἀλέξ. 19, 8, πρβλ. 3, 17· - ἀλλὰ κατ’ ἀρχαιοτέρους χρόνους ὁ [[βαθμὸς]] τῆς μυστικότητος ἐν τᾖ ψηφοφορίᾳ [[εἶναι]] [[μᾶλλον]] [[ἀμφίβολος]], ἴδε Scott on the Athen. Ballot (Oxf. 1838). -Ἐν Ἀριστοφ. Βατράχ. 685, κἄν ἴσαι γένωνται, [[ὑπακουστέον]] τὸ ψήφοι· οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ πάσαις κρατεῖν Λουκιαν. Δὶς Κατ. 18, πρβλ. 22, κτλ. ε) περὶ τοῦ Κόννου ψ., ἴδε ἐν λέξ. Κόννᾶς. 5) ὁ [[τόπος]] [[ἔνθα]] γίνεται ἡ [[ψηφοφορία]] (ὡς τὸ πεσσοὶ λέγεται ἐπὶ τοῦ τόπου [[ἔνθα]] γίνεται ἡ παιδιὰ τῶν πεσσῶν), Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 947· πρβλ. Meineke Cm. Fragm. 2. 19. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 372-374.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ψῆφος]], ΝΜΑ, και [[ψήφος]], ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α<br />καθένα από τα λίθινα [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] ή μολύβδινα [[κατά]] τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική [[κάλπη]] οι μετέχοντες σε [[ψηφοφορία]] (α. «πήρε [[πέντε]] χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν [[ψήφων]] ὁ [[ἀριθμὸς]] ἐξ ἴσου γενόμενος τὸν φεύγοντα μᾶλλον ὠφέλησεν ἢ τὸν διώκοντα», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[άλλο]] [[μέσο]] που χρησιμοποιείται [[σήμερα]] σε [[ψηφοφορία]], όπως [[είναι]] το [[ψηφοδέλτιο]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[μέσο]] με το οποίο εκφράζεται η [[βούληση]] ορισμένου υποκειμένου σε [[σχέση]] [[προς]] ένα συγκεκριμένο [[θέμα]] ή [[ερώτημα]] ή [[υπέρ]] κάποιου προσώπου<br /><b>3.</b> η [[έκφραση]] γνώμης, [[ιδίως]] ευνοϊκής, με τον τρόπο αυτό, [[υπερψήφιση]], [[επιδοκιμασία]], [[έγκριση]] («η [[κυβέρνηση]] έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή»)<br /><b>4.</b> το [[δικαίωμα]] του να ψηφίζει [[κανείς]] («άργησε να δοθεί [[ψήφος]] στις γυναίκες»)<br /><b>5.</b> το εκλογικό [[σύστημα]] («αναλογική [[ψήφος]]»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «συμβουλευτική [[ψήφος]]» — <b>βλ.</b> [[συμβουλευτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[πέτρα]] που έχει γίνει στρογγυλή και [[λεία]] από την μακροχρόνια [[τριβή]], [[βότσαλο]], [[χοχλάδι]]<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]], [[πετράδι]] («δακτυλικὴν ψῆφόν τις ἔχων περὶ δάκτυλα χειρῶν», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αριθμός]] («ἄρτιον... ψᾱφον», Επίχ.)<br /><b>4.</b> [[λιθαράκι]] που το χρησιμοποιούσαν στο [[παιχνίδι]] τών πεσσών<br /><b>5.</b> [[χαλίκι]] ή [[κλήρος]] με τον οποίο γινόταν η [[ψηφομαντεία]] («ἡ διὰ [[ψήφων]] [[μαντική]]», <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ψηφοφορία]] («οἷς ἂν πλείστη γένηται [[ψῆφος]]», Πλατ.)<br /><b>7.</b> ο [[τόπος]] όπου διεξάγεται [[ψηφοφορία]]<br /><b>8.</b> [[κάθε]] [[απόφαση]] ή [[δόγμα]] άρχοντα ή μονάρχη («ψῆφον τυράννων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> (γενικά) [[ικανότητα]] κρίσεως<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[επιρροή]]<br /><b>11.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ ψῆφοι</i><br />λιθαράκια με την [[βοήθεια]] τών οποίων αριθμούσαν ή έκαναν υπολογισμούς<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «ψήφοις [[λογίζομαι]]»<br />i) [[αριθμώ]] με την [[βοήθεια]] λιθαριών (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ii) [[υπολογίζω]] ακριβώς (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «καθαραὶ ψῆφοι» — ακριβείς λογαριασμοί (<b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) «[[ψῆφος]] ἄμμου» — [[κόκκος]] άμμου (ΠΔ)<br />δ) «ψήφῳ διαιρῶ» — [[ορίζω]] με ψήφους (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ε) «τὰς ψήφους διανέμομαι» — [[αριθμώ]], [[λογαριάζω]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) «ὑπὸ μιᾱς ψήφου» — ομόφωνα (<b>Αριστοφ.</b>)<br />ζ) «ψήφους [[τίθημι]]» — [[υπολογίζω]] με ψηφίδες (<b>Δημοσθ.</b>)<br />η) «τὴν ψῆφον [[ἐπάγω]]» — [[προτείνω]] [[ψηφοφορία]] (<b>Θουκ.</b>)<br />θ) «λιθίνη [[ψῆφος]]» — [[ψήφισμα]] γραμμένο σε λίθινη [[πλάκα]]<br />ι) «βροτῶν [[ψῆφος]]» — η [[κοινή]] [[γνώμη]] (<b>Κρατίν.</b>)<br />ια) «[[ψῆφος]] Ἀθηνᾱς»<br />(πιθ. σε [[περίπτωση]] ισοψηφίας) αθωωτική [[ψήφος]] <b>(Φιλόστρ.)</b><br />ιβ) «Κόννου [[ψῆφος]]» — [[γνώμη]] ανάξια λόγου (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ψῆ</i>-<i>φ</i>-<i>ος</i> ανάγεται πιθανότατα στη [[ρίζα]] του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i>, με [[δασεία]] [[παρέκταση]] -<i>φ</i>- ([[πρβλ]]. [[ψάμμος]]). Προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά ο [[φωνηεντισμός]] του δωρ. τ. [[ψᾶφος]] και του επιθ. <i>ψᾰφαρός</i>, ο [[οποίος]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], οφείλεται σε Ελληνική [[καινοτομία]], όπως και οι φωνηεντισμοί -<i>ι</i>-, -<i>αι</i>-, -<i>αυ</i>- ([[πρβλ]]. [[ψάμμος]], <i>ψίω</i>, [[ψαύω]]) της ίδιας οικογένειας (<b>βλ. λ.</b> <i>ψήω</i>). Η [[σύνδεση]] του τ. [[ψῆφος]] με το χεττιτ. <i>paššila</i>- «[[χαλίκι]]» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Αρχική σημ. της λ. [[ψῆφος]] [[είναι]] «μικρή [[πέτρα]], στρογγυλή και [[λεία]] από μακροχρόνια [[τριβή]]», από όπου «[[χαλίκι]] με το οποίο γινόταν η [[ψηφοφορία]]», «[[ψηφοφορία]]» και, κατ' [[επέκταση]], «[[ικανότητα]] κρίσεως, [[έκφραση]] γνώμης μέσω ψηφοφορίας». Στη Νέα Ελληνική η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[κάθε]] [[μέσο]] με το οποίο διεξάγεται η [[ψηφοφορία]], όπως το [[ψηφοδέλτιο]], και γενικά το εκλογικό [[σύστημα]]. Τη λ. [[ψῆφος]], [[τέλος]], στον πληθ. <i>ψῆφοι</i> χρησιμοποιούσαν στην Αρχαία Ελληνική με σημ. «λιθαράκια, χαλίκια με την [[βοήθεια]] τών οποίων αριθμούσαν ή λογάριαζαν», από όπου «[[αριθμός]]» και το νεοελλ. [[ψηφίο]] «καθένα από τα στοιχεία αραβικού αριθμού, [[σημείο]] που παριστάνει αριθμό».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ψηφίδα]], [[ψηφίο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψηφάς]], [[ψηφίδιον]], [[ψηφικός]], [[ψήφινος]], <i>ψηφοῦμαι</i>, [[ψήφων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ψηφίζομαι</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ψηφεῖον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψηφίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ψηφοθέτης]], [[ψηφοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψηφοδέτης]], [[ψηφοειδής]], [[ψηφοθήκη]], [[ψηφοκλέπτης]], [[ψηφολόγος]], [[ψηφομαντεία]], [[ψηφοπαίκτης]], [[ψηφοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ψηφοβόλον]], [[ψηφοτερπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψηφοδέλτιο]], [[ψηφοδόχος]], [[ψηφοθήρας]], [[ψηφολέκτης]]. (Β' συνθετικό) [[άψηφος]], [[ισόψηφος]], [[ομόψηφος]], [[πολύψηφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντίψηφος]], <i>απόψηφος</i>, [[έμψηφος]], [[λεπτόψηφος]], [[μονόψηφος]], [[νεόψηφος]], [[περίψηφος]], [[σύμψηφος]], [[υπόψηφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>δίψηφος</i>].
|mltxt=η / [[ψῆφος]], ΝΜΑ, και [[ψήφος]], ο, Ν, και δωρ. τ. ψᾱφος Α<br />καθένα από τα λίθινα [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] ή μολύβδινα [[κατά]] τους νεώτερους χρόνους σφαιρίδια τα οποία έριχναν σε ειδική [[κάλπη]] οι μετέχοντες σε [[ψηφοφορία]] (α. «πήρε [[πέντε]] χιλιάδες ψήφους» β. «τῶν [[ψήφων]] ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] ἐξ ἴσου γενόμενος τὸν φεύγοντα μᾶλλον ὠφέλησεν ἢ τὸν διώκοντα», Αντιφ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[κάθε]] [[άλλο]] [[μέσο]] που χρησιμοποιείται [[σήμερα]] σε [[ψηφοφορία]], όπως [[είναι]] το [[ψηφοδέλτιο]]<br /><b>2.</b> <b>(νομ.)</b> [[μέσο]] με το οποίο εκφράζεται η [[βούληση]] ορισμένου υποκειμένου σε [[σχέση]] [[προς]] ένα συγκεκριμένο [[θέμα]] ή [[ερώτημα]] ή [[υπέρ]] κάποιου προσώπου<br /><b>3.</b> η [[έκφραση]] γνώμης, [[ιδίως]] ευνοϊκής, με τον τρόπο αυτό, [[υπερψήφιση]], [[επιδοκιμασία]], [[έγκριση]] («η [[κυβέρνηση]] έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή»)<br /><b>4.</b> το [[δικαίωμα]] του να ψηφίζει [[κανείς]] («άργησε να δοθεί [[ψήφος]] στις γυναίκες»)<br /><b>5.</b> το εκλογικό [[σύστημα]] («αναλογική [[ψήφος]]»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «συμβουλευτική [[ψήφος]]» — <b>βλ.</b> [[συμβουλευτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρή [[πέτρα]] που έχει γίνει στρογγυλή και [[λεία]] από την μακροχρόνια [[τριβή]], [[βότσαλο]], [[χοχλάδι]]<br /><b>2.</b> [[πολύτιμος]] [[λίθος]], [[πετράδι]] («δακτυλικὴν ψῆφόν τις ἔχων περὶ δάκτυλα χειρῶν», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[αριθμός]] («ἄρτιον... ψᾱφον», Επίχ.)<br /><b>4.</b> [[λιθαράκι]] που το χρησιμοποιούσαν στο [[παιχνίδι]] τών πεσσών<br /><b>5.</b> [[χαλίκι]] ή [[κλήρος]] με τον οποίο γινόταν η [[ψηφομαντεία]] («ἡ διὰ [[ψήφων]] [[μαντική]]», <b>Απολλόδ.</b>)<br /><b>6.</b> [[ψηφοφορία]] («οἷς ἂν πλείστη γένηται [[ψῆφος]]», Πλατ.)<br /><b>7.</b> ο [[τόπος]] όπου διεξάγεται [[ψηφοφορία]]<br /><b>8.</b> [[κάθε]] [[απόφαση]] ή [[δόγμα]] άρχοντα ή μονάρχη («ψῆφον τυράννων», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>9.</b> (γενικά) [[ικανότητα]] κρίσεως<br /><b>10.</b> <b>μτφ.</b> [[επιρροή]]<br /><b>11.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ ψῆφοι</i><br />λιθαράκια με την [[βοήθεια]] τών οποίων αριθμούσαν ή έκαναν υπολογισμούς<br /><b>12.</b> <b>φρ.</b> α) «ψήφοις [[λογίζομαι]]»<br />i) [[αριθμώ]] με την [[βοήθεια]] λιθαριών (<b>Ηρόδ.</b>)<br />ii) [[υπολογίζω]] ακριβώς (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «καθαραὶ ψῆφοι» — ακριβείς λογαριασμοί (<b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) «[[ψῆφος]] ἄμμου» — [[κόκκος]] άμμου (ΠΔ)<br />δ) «ψήφῳ διαιρῶ» — [[ορίζω]] με ψήφους (<b>Αισχύλ.</b>)<br />ε) «τὰς ψήφους διανέμομαι» — [[αριθμώ]], [[λογαριάζω]] (<b>Ηρόδ.</b>)<br />στ) «ὑπὸ μιᾱς ψήφου» — ομόφωνα (<b>Αριστοφ.</b>)<br />ζ) «ψήφους [[τίθημι]]» — [[υπολογίζω]] με ψηφίδες (<b>Δημοσθ.</b>)<br />η) «τὴν ψῆφον [[ἐπάγω]]» — [[προτείνω]] [[ψηφοφορία]] (<b>Θουκ.</b>)<br />θ) «λιθίνη [[ψῆφος]]» — [[ψήφισμα]] γραμμένο σε λίθινη [[πλάκα]]<br />ι) «βροτῶν [[ψῆφος]]» — η [[κοινή]] [[γνώμη]] (<b>Κρατίν.</b>)<br />ια) «[[ψῆφος]] Ἀθηνᾱς»<br />(πιθ. σε [[περίπτωση]] ισοψηφίας) αθωωτική [[ψήφος]] <b>(Φιλόστρ.)</b><br />ιβ) «Κόννου [[ψῆφος]]» — [[γνώμη]] ανάξια λόγου (<b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>ψῆ</i>-<i>φ</i>-<i>ος</i> ανάγεται πιθανότατα στη [[ρίζα]] του <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i>, με [[δασεία]] [[παρέκταση]] -<i>φ</i>- ([[πρβλ]]. [[ψάμμος]]). Προβλήματα, [[ωστόσο]], γεννά ο [[φωνηεντισμός]] του δωρ. τ. [[ψᾶφος]] και του επιθ. <i>ψᾰφαρός</i>, ο [[οποίος]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], οφείλεται σε Ελληνική [[καινοτομία]], όπως και οι φωνηεντισμοί -<i>ι</i>-, -<i>αι</i>-, -<i>αυ</i>- ([[πρβλ]]. [[ψάμμος]], <i>ψίω</i>, [[ψαύω]]) της ίδιας οικογένειας (<b>βλ. λ.</b> <i>ψήω</i>). Η [[σύνδεση]] του τ. [[ψῆφος]] με το χεττιτ. <i>paššila</i>- «[[χαλίκι]]» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Αρχική σημ. της λ. [[ψῆφος]] [[είναι]] «μικρή [[πέτρα]], στρογγυλή και [[λεία]] από μακροχρόνια [[τριβή]]», από όπου «[[χαλίκι]] με το οποίο γινόταν η [[ψηφοφορία]]», «[[ψηφοφορία]]» και, κατ' [[επέκταση]], «[[ικανότητα]] κρίσεως, [[έκφραση]] γνώμης μέσω ψηφοφορίας». Στη Νέα Ελληνική η λ. χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[κάθε]] [[μέσο]] με το οποίο διεξάγεται η [[ψηφοφορία]], όπως το [[ψηφοδέλτιο]], και γενικά το εκλογικό [[σύστημα]]. Τη λ. [[ψῆφος]], [[τέλος]], στον πληθ. <i>ψῆφοι</i> χρησιμοποιούσαν στην Αρχαία Ελληνική με σημ. «λιθαράκια, χαλίκια με την [[βοήθεια]] τών οποίων αριθμούσαν ή λογάριαζαν», από όπου «[[αριθμός]]» και το νεοελλ. [[ψηφίο]] «καθένα από τα στοιχεία αραβικού αριθμού, [[σημείο]] που παριστάνει αριθμό».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ψηφίδα]], [[ψηφίο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψηφάς]], [[ψηφίδιον]], [[ψηφικός]], [[ψήφινος]], <i>ψηφοῦμαι</i>, [[ψήφων]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>ψηφίζομαι</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ψηφεῖον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψηφίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[ψηφοθέτης]], [[ψηφοφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψηφοδέτης]], [[ψηφοειδής]], [[ψηφοθήκη]], [[ψηφοκλέπτης]], [[ψηφολόγος]], [[ψηφομαντεία]], [[ψηφοπαίκτης]], [[ψηφοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ψηφοβόλον]], [[ψηφοτερπής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ψηφοδέλτιο]], [[ψηφοδόχος]], [[ψηφοθήρας]], [[ψηφολέκτης]]. (Β' συνθετικό) [[άψηφος]], [[ισόψηφος]], [[ομόψηφος]], [[πολύψηφος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντίψηφος]], <i>απόψηφος</i>, [[έμψηφος]], [[λεπτόψηφος]], [[μονόψηφος]], [[νεόψηφος]], [[περίψηφος]], [[σύμψηφος]], [[υπόψηφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>δίψηφος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm