εὐρύς: Difference between revisions

No change in size ,  27 September 2022
m
Text replacement - "εῑα" to "εῖα"
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-εία -ύ (ΑΜ [[εὐρύς]], -εῑα, -ύ)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει αρκετή ή [[μεγάλη]] [[έκταση]], του οποίου τα [[άκρα]] ή οι πλευρές βρίσκονται σε [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τους, [[πλατύς]], [[φαρδύς]]<br /><b>2.</b> διαδεδομένος (α. «ευρεία [[φήμη]]» β. «ευρεία [[αναγνώριση]] της αξίας του» <br />γ) «εὐρὺ [[κλέος]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[έτοιμος]], [[πρόθυμος]] να κάνει [[κάτι]] [[κακό]] («εὐρὺς εἰς βλασφημίαν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παχύς]], [[χοντρός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ως επίρρ.) <i>εὐρυ</i><br />[[ευρέως]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ευρέως]] (ΑΜ εὐρέως)<br />με [[μεγάλη]] [[διάδοση]], πλατιά («διαδίδεται [[ευρέως]] ότι...»)<br /><b>αρχ.</b><br />με [[ευρυχωρία]], με [[άνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[ετυμολογία]] της λ. παρουσιάζει προβλήματα. Συγγενής τ. το ουσ. [[εύρος]]. Η [[σύνδεση]] τους με τα αρχ. ινδ. <i>uru</i> «[[ευρύς]]», <i>varas</i> «[[ευρύτητα]]» και το αβεστ. <i>vouru</i>- «[[ευρύς]]» και κατ' [[επέκταση]], με τον ΙΕ τ. <i>wrrus</i> (συνεσταλμένη [[βαθμίδα]]) «[[ευρύς]]» για το επίθ. και <i>weros</i> ([[απαθής]] [[βαθμίδα]]) «ευρύ» για το όνομα δεν ερμηνεύει το αρχικό [[φωνήεν]] <i>ε</i>-. Γι' αυτό συσχετίζεται με ελλ. αρχικό τ. <i>ε</i>-<i>Fρύ</i>-<i>ς</i>, με πρόθεματικό [[φωνήεν]] και μηδενισμένη [[βαθμίδα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το <i>ε</i> [[είναι]] [[προϊόν]] μεταθέσεως από αρχικό τ. <i>Fερύς</i>, με απαθή [[βαθμίδα]]. Ως α' συνθετικό η λ. [[ευρύς]] απαντά σε πολυάριθμα [[σύνθετα]], [[πολλά]] από τα οποία μαρτυρούνται από την αρχαία [[εποχή]] [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Ως β' συνθετικό απαντά με τη [[μορφή]] -<i>ευρής</i> στον τ. <i>ισο</i>-<i>ευρής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευρύνω]], <i>ευρύτης</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εύρυνση]]<br />(Για σύνθ. <b>βλ.</b> <i>ευρυ</i>-)].
|mltxt=-εία -ύ (ΑΜ [[εὐρύς]], -εῖα, -ύ)<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έχει αρκετή ή [[μεγάλη]] [[έκταση]], του οποίου τα [[άκρα]] ή οι πλευρές βρίσκονται σε [[απόσταση]] [[μεταξύ]] τους, [[πλατύς]], [[φαρδύς]]<br /><b>2.</b> διαδεδομένος (α. «ευρεία [[φήμη]]» β. «ευρεία [[αναγνώριση]] της αξίας του» <br />γ) «εὐρὺ [[κλέος]]»)<br /><b>μσν.</b><br />[[έτοιμος]], [[πρόθυμος]] να κάνει [[κάτι]] [[κακό]] («εὐρὺς εἰς βλασφημίαν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παχύς]], [[χοντρός]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. εν. ως επίρρ.) <i>εὐρυ</i><br />[[ευρέως]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ευρέως]] (ΑΜ εὐρέως)<br />με [[μεγάλη]] [[διάδοση]], πλατιά («διαδίδεται [[ευρέως]] ότι...»)<br /><b>αρχ.</b><br />με [[ευρυχωρία]], με [[άνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[ετυμολογία]] της λ. παρουσιάζει προβλήματα. Συγγενής τ. το ουσ. [[εύρος]]. Η [[σύνδεση]] τους με τα αρχ. ινδ. <i>uru</i> «[[ευρύς]]», <i>varas</i> «[[ευρύτητα]]» και το αβεστ. <i>vouru</i>- «[[ευρύς]]» και κατ' [[επέκταση]], με τον ΙΕ τ. <i>wrrus</i> (συνεσταλμένη [[βαθμίδα]]) «[[ευρύς]]» για το επίθ. και <i>weros</i> ([[απαθής]] [[βαθμίδα]]) «ευρύ» για το όνομα δεν ερμηνεύει το αρχικό [[φωνήεν]] <i>ε</i>-. Γι' αυτό συσχετίζεται με ελλ. αρχικό τ. <i>ε</i>-<i>Fρύ</i>-<i>ς</i>, με πρόθεματικό [[φωνήεν]] και μηδενισμένη [[βαθμίδα]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το <i>ε</i> [[είναι]] [[προϊόν]] μεταθέσεως από αρχικό τ. <i>Fερύς</i>, με απαθή [[βαθμίδα]]. Ως α' συνθετικό η λ. [[ευρύς]] απαντά σε πολυάριθμα [[σύνθετα]], [[πολλά]] από τα οποία μαρτυρούνται από την αρχαία [[εποχή]] [[μέχρι]] [[σήμερα]]. Ως β' συνθετικό απαντά με τη [[μορφή]] -<i>ευρής</i> στον τ. <i>ισο</i>-<i>ευρής</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευρύνω]], <i>ευρύτης</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εύρυνση]]<br />(Για σύνθ. <b>βλ.</b> <i>ευρυ</i>-)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm