ἔρρω: Difference between revisions

No change in size ,  27 September 2022
m
Text replacement - "εῑα" to "εῖα"
m (Text replacement - "c’e" to "c'e")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔρρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] ή [[βαδίζω]] [[αργά]] και με κόπο, [[ιδίως]] για τον Ήφαιστο που ήταν [[χωλός]] («αὐτὰρ ὁ ἔρρων [[πλησίον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» — μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι [[μόνος]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]], [[μεταβαίνω]] [[κάπου]]<br /><b>3.</b> [[βαδίζω]] στην [[καταστροφή]], στον όλεθρο («ἔρρων ἐκ [[νηός]]» — πέφτοντας από το [[πλοίο]])<br /><b>4.</b> (στην προστ.) α) χάσου, ξεκουμπίσου, πήγαινε στ’ [[ανάθεμα]] («ἐρρέτω Ἴλιον», <b>Σοφ.</b>)<br />β) <b>φρ.</b> «ἔρρε ὴ ἔρρ’ ἐς [[κόρακας]]» — πήγαινε να σέ φάνε τα κοράκια, [[φεύγα]], γκρεμοτσακίσου)<br /><b>5.</b> (για πρόσωπα και πράγματα) [[χάνομαι]], καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι (α. «ἔρρει [[δῆμος]] [[πανώλης]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἔρρει τὰ θεῑα» — χάθηκε ο [[σεβασμός]] στους θεούς).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]] ανάγεται σε αρχικό τ. <i>Fέρσψω</i>, [[οπότε]] συνδέεται με το λατ. <i>verr</i><i>ō</i> «[[σαρώνω]], [[σκουπίζω]]» και τα αρχ. σλαβ. <i>vĭrxu</i>, <i>vr</i><i>ě</i><i>šti</i> «[[αλωνίζω]]». Πέρα όμως τών σημασιολογικών προβλημάτων, σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή το διπλό -<i>ρρ</i>- ανάγεται σε -<i>ρσ</i>- το οποίο θα έπρεπε να μαρτυρείται στα επικά [[κείμενα]], όπου όμως εμφανίζεται [[επίσης]] διπλό -<i>ρρ</i>-. Εν συνθέσει <b>αρχ.</b> απαντά μόνο στον τύπο της προστακτικής ενεστ. <i>ερρέτω</i> με τα προθήματα <i>αν</i>-, <i>απ</i>-, <i>εισ</i>-, <i>εξ</i>-, <i>περι</i>-].
|mltxt=[[ἔρρω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[πορεύομαι]] ή [[βαδίζω]] [[αργά]] και με κόπο, [[ιδίως]] για τον Ήφαιστο που ήταν [[χωλός]] («αὐτὰρ ὁ ἔρρων [[πλησίον]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />και για τον Οδυσσέα («ἣ μ’ οἴῳ ἔρροντι συνήντετο» — μέ συνάντησε να περιπλανιέμαι [[μόνος]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πηγαίνω]], [[μεταβαίνω]] [[κάπου]]<br /><b>3.</b> [[βαδίζω]] στην [[καταστροφή]], στον όλεθρο («ἔρρων ἐκ [[νηός]]» — πέφτοντας από το [[πλοίο]])<br /><b>4.</b> (στην προστ.) α) χάσου, ξεκουμπίσου, πήγαινε στ’ [[ανάθεμα]] («ἐρρέτω Ἴλιον», <b>Σοφ.</b>)<br />β) <b>φρ.</b> «ἔρρε ὴ ἔρρ’ ἐς [[κόρακας]]» — πήγαινε να σέ φάνε τα κοράκια, [[φεύγα]], γκρεμοτσακίσου)<br /><b>5.</b> (για πρόσωπα και πράγματα) [[χάνομαι]], καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι (α. «ἔρρει [[δῆμος]] [[πανώλης]]», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «ἔρρει τὰ θεῖα» — χάθηκε ο [[σεβασμός]] στους θεούς).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]] ανάγεται σε αρχικό τ. <i>Fέρσψω</i>, [[οπότε]] συνδέεται με το λατ. <i>verr</i><i>ō</i> «[[σαρώνω]], [[σκουπίζω]]» και τα αρχ. σλαβ. <i>vĭrxu</i>, <i>vr</i><i>ě</i><i>šti</i> «[[αλωνίζω]]». Πέρα όμως τών σημασιολογικών προβλημάτων, σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή το διπλό -<i>ρρ</i>- ανάγεται σε -<i>ρσ</i>- το οποίο θα έπρεπε να μαρτυρείται στα επικά [[κείμενα]], όπου όμως εμφανίζεται [[επίσης]] διπλό -<i>ρρ</i>-. Εν συνθέσει <b>αρχ.</b> απαντά μόνο στον τύπο της προστακτικής ενεστ. <i>ερρέτω</i> με τα προθήματα <i>αν</i>-, <i>απ</i>-, <i>εισ</i>-, <i>εξ</i>-, <i>περι</i>-].
}}
}}
{{lsm
{{lsm