συγκολλητικός: Difference between revisions

m
Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1"
(39)
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγκόλληση]] («συγκολλητική διεργασία»)<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] για [[συγκόλληση]] («συγκολλητικές ουσίες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκολλητικές γλώσσες»<br /><b>γλωσσ.</b> γλώσσες, όπως [[είναι]] η Τουρκική, η Ουγγρική, η [[Σουαχίλι]] κ.ά., που έχουν το χαρακτηριστικό της συγκόλλησης, [[κατά]] την οποία τα διάφορα μορφήματα, όπως [[είναι]] τα προσφύματα και οι καταλήξεις, δεν συντίθενται [[ούτε]] συγχωνεύονται με το [[ριζικό]] [[θέμα]], όπως συμβαίνει στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, [[αλλά]] παρατάσσονται, δημιουργώντας ένα [[σύνολο]] που αντιστοιχεί με [[λέξη]] ή [[φράση]]<br />β) «συγκολλητικό [[κράμα]]»<br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] με [[βάση]] τον κασσίτερο, το οποίο τήκεται σε χαμηλή [[θερμοκρασία]] και χρησιμοποιείται για τη [[συγκόλληση]] δύο μετάλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκολλώ]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγκόλληση]] («συγκολλητική διεργασία»)<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] για [[συγκόλληση]] («συγκολλητικές ουσίες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκολλητικές γλώσσες»<br /><b>γλωσσ.</b> γλώσσες, όπως [[είναι]] η Τουρκική, η Ουγγρική, η [[Σουαχίλι]] κ.ά., που έχουν το χαρακτηριστικό της συγκόλλησης, [[κατά]] την οποία τα διάφορα μορφήματα, όπως [[είναι]] τα προσφύματα και οι καταλήξεις, δεν συντίθενται [[ούτε]] συγχωνεύονται με το [[ριζικό]] [[θέμα]], όπως συμβαίνει στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, [[αλλά]] παρατάσσονται, δημιουργώντας ένα [[σύνολο]] που αντιστοιχεί με [[λέξη]] ή [[φράση]]<br />β) «συγκολλητικό [[κράμα]]»<br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] με [[βάση]] τον κασσίτερο, το οποίο τήκεται σε χαμηλή [[θερμοκρασία]] και χρησιμοποιείται για τη [[συγκόλληση]] δύο μετάλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκολλώ]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγκόλληση]] («συγκολλητική διεργασία»)<br /><b>2.</b> [[κατάλληλος]] για [[συγκόλληση]] («συγκολλητικές ουσίες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συγκολλητικές γλώσσες»<br /><b>γλωσσ.</b> γλώσσες, όπως [[είναι]] η Τουρκική, η Ουγγρική, η [[Σουαχίλι]] κ.ά., που έχουν το χαρακτηριστικό της συγκόλλησης, [[κατά]] την οποία τα διάφορα μορφήματα, όπως [[είναι]] τα προσφύματα και οι καταλήξεις, δεν συντίθενται [[ούτε]] συγχωνεύονται με το [[ριζικό]] [[θέμα]], όπως συμβαίνει στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, [[αλλά]] παρατάσσονται, δημιουργώντας ένα [[σύνολο]] που αντιστοιχεί με [[λέξη]] ή [[φράση]]<br />β) «συγκολλητικό [[κράμα]]»<br /><b>(μεταλργ.)</b> [[κράμα]] με [[βάση]] τον κασσίτερο, το οποίο τήκεται σε χαμηλή [[θερμοκρασία]] και χρησιμοποιείται για τη [[συγκόλληση]] δύο μετάλλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συγκολλώ]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη].
}}
}}