συνεννοούμαι: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
|mltxt=-έομαι, Μ [[εὐνοῶ]]<br />[[δείχνω]] [[εύνοια]] σε κάποιον.<br /> Ν<br /><b>βλ.</b> [[συνεννοώ]].
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έομαι, Μ [[εὐνοῶ]]<br />[[δείχνω]] [[εύνοια]] σε κάποιον.<br /> Ν<br /><b>βλ.</b> [[συνεννοώ]].
|mltxt=-έομαι, Μ [[εὐνοῶ]]<br />[[δείχνω]] [[εύνοια]] σε κάποιον.<br /> Ν<br /><b>βλ.</b> [[συνεννοώ]].
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 27 September 2022

Greek Monolingual

-έομαι, Μ εὐνοῶ
δείχνω εύνοια σε κάποιον.
Ν
βλ. συνεννοώ.