Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκδικητικός: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)kdikhtiko/s
|Beta Code=e)kdikhtiko/s
|Definition=ή, όν, [[revengeful]], Tz.ad Lyc.406.
|Definition=ή, όν, [[revengeful]], Tz.ad Lyc.406.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[vengativo]] δυνάμεις de las Erinis, Tz.<i>ad Lyc</i>.406.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκδῐκητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκδικῶν, ὁ τιμωρῶν, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ ῥοπὴν πρὸς ἐκδίκησιν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 406.
|lstext='''ἐκδῐκητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐκδικῶν, ὁ τιμωρῶν, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ ῥοπὴν πρὸς ἐκδίκησιν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 406.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[vengativo]] δυνάμεις de las Erinis, Tz.<i>ad Lyc</i>.406.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἐκδικητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ρέπει [[προς]] την [[εκδίκηση]], που θέλει [[οπωσδήποτε]] να εκδικηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εκδίκηση]] ή στον εκδικητή.
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[ἐκδικητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ρέπει [[προς]] την [[εκδίκηση]], που θέλει [[οπωσδήποτε]] να εκδικηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[εκδίκηση]] ή στον εκδικητή.
}}
}}

Revision as of 15:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκδῐκητικός Medium diacritics: ἐκδικητικός Low diacritics: εκδικητικός Capitals: ΕΚΔΙΚΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekdikētikós Transliteration B: ekdikētikos Transliteration C: ekdikitikos Beta Code: e)kdikhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, revengeful, Tz.ad Lyc.406.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
vengativo δυνάμεις de las Erinis, Tz.ad Lyc.406.

German (Pape)

[Seite 757] ή, όν, rächend, strafend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδῐκητικός: -ή, -όν, ὁ ἐκδικῶν, ὁ τιμωρῶν, ὁ ἔχων διάθεσιν ἢ ῥοπὴν πρὸς ἐκδίκησιν, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 406.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ ἐκδικητικός, -ή, -όν)
αυτός που ρέπει προς την εκδίκηση, που θέλει οπωσδήποτε να εκδικηθεί
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εκδίκηση ή στον εκδικητή.