θεώρημα: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1205.png Seite 1205]] τό, das Angeschaute, Betrachtete, Schauspiel; περὶ τῶν θεωρημάτων καὶ τῶν ἀκροαμάτων Ath. XII, 545 f; Plat. sagt Legg. XII, 953 a sogar ὅσα τε Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα; vgl. Dem. 18, 68. – Gew. übertr., das geistig Angeschau'te, Betrachtete, Untersuchte, Arist. Eth. Nic. 10, 4, 10 u. Folgde, die Untersuchung, σχολῆς δεῖται τὸ θ. Plut. de mus. 2. Bes. ein durch Untersuchung gefundener u. begründeter Satz, bei den Mathem. Lehrsatz, übh. Regel in Kunst u. Wissenschaft, [[θεώρημα]] ἁπλοῦν περὶ τὰς παρεμβολάς, einfache Regel oder Vorschrift, Pol. 6, 26, 10, öfter, wie Sp.; τὰ θεωρήματα die Künste u. Wissenschaften selbst, Pol. 10, 47, 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1205.png Seite 1205]] τό, das Angeschaute, Betrachtete, Schauspiel; περὶ τῶν θεωρημάτων καὶ τῶν ἀκροαμάτων Ath. XII, 545 f; Plat. sagt Legg. XII, 953 a sogar ὅσα τε Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα; vgl. Dem. 18, 68. – Gew. übertr., das geistig Angeschau'te, Betrachtete, Untersuchte, Arist. Eth. Nic. 10, 4, 10 u. Folgde, die Untersuchung, σχολῆς δεῖται τὸ θ. Plut. de mus. 2. Bes. ein durch Untersuchung gefundener u. begründeter Satz, bei den Mathem. Lehrsatz, übh. Regel in Kunst u. Wissenschaft, [[θεώρημα]] ἁπλοῦν περὶ τὰς παρεμβολάς, einfache Regel oder Vorschrift, Pol. 6, 26, 10, öfter, wie Sp.; τὰ θεωρήματα die Künste u. Wissenschaften selbst, Pol. 10, 47, 12.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> spectacle, fête ; <i>fig.</i> objet d'étude <i>ou</i> de méditation ; règle, principe ; <i>p. anal.</i> précepte de morale;<br /><b>2</b> contemplation, méditation, recherche.<br />'''Étymologie:''' [[θεωρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θεώρημα''': τό, τὸ θεωρούμενον, ὁρώμενον, ὡς τὸ [[θέαμα]], Δημ. 247, 22· θεωρ. καὶ ἀκροάματα 545F· θεωρ. καὶ ἀκούσματα Δίων Κ. 52. 30: - [[καθόλου]], [[ἑόρτασμα]], ὅσα Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα Πλάτ. Νόμ. 753A· τὸ ἐν ἡμῖν [[φάντασμα]] δεῖ ὑπολαβεῖν... [[εἶναι]] θ. Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 15, πρβλ. π. Μαντ. ἐν Ὕπν. 2. 2. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, [[θεωρία]], [[σκέψις]], ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 8, 10, Τοπ. 1. 11, 1. β) τὸ διὰ θεωρίας πορισθέν, [[κανών]], Λατ. praeceptum, Πολύβ. 6. 26, 10, πρβλ. Κικ. de Fato 6. γ) ἐν τῷ πληθ., θεωρήματα, τά, αἱ τέχναι καὶ αἱ ἐπιστῆμαι, Πολύβ. 10. 47, 12. δ) ἐν τοῖς μαθηματικοῖς, [[θεώρημα]], [[πρότασις]] ἀποδεικτέα, Εὐκλ. ΙΙ. = [[θεώρησις]], Πλούτ. 2. 1131C.
|lstext='''θεώρημα''': τό, τὸ θεωρούμενον, ὁρώμενον, ὡς τὸ [[θέαμα]], Δημ. 247, 22· θεωρ. καὶ ἀκροάματα 545F· θεωρ. καὶ ἀκούσματα Δίων Κ. 52. 30: - [[καθόλου]], [[ἑόρτασμα]], ὅσα Μουσῶν ὠσὶν ἔχεται θεωρήματα Πλάτ. Νόμ. 753A· τὸ ἐν ἡμῖν [[φάντασμα]] δεῖ ὑπολαβεῖν... [[εἶναι]] θ. Ἀριστ. π. Μνήμ. 1. 15, πρβλ. π. Μαντ. ἐν Ὕπν. 2. 2. 2) ἐπὶ τῆς διανοίας, [[θεωρία]], [[σκέψις]], ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 8, 10, Τοπ. 1. 11, 1. β) τὸ διὰ θεωρίας πορισθέν, [[κανών]], Λατ. praeceptum, Πολύβ. 6. 26, 10, πρβλ. Κικ. de Fato 6. γ) ἐν τῷ πληθ., θεωρήματα, τά, αἱ τέχναι καὶ αἱ ἐπιστῆμαι, Πολύβ. 10. 47, 12. δ) ἐν τοῖς μαθηματικοῖς, [[θεώρημα]], [[πρότασις]] ἀποδεικτέα, Εὐκλ. ΙΙ. = [[θεώρησις]], Πλούτ. 2. 1131C.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> spectacle, fête ; <i>fig.</i> objet d'étude <i>ou</i> de méditation ; règle, principe ; <i>p. anal.</i> précepte de morale;<br /><b>2</b> contemplation, méditation, recherche.<br />'''Étymologie:''' [[θεωρέω]].
}}
}}
{{eles
{{eles