βατταρίζω: Difference between revisions
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] stottern, stammeln, übh. B. A. 30 ἄσημα καὶ ἀδιάρθρωτα διαλέγεσθαι Hipponax bei B. A. 85 u. Sp., z. B. Luc. lup. Trag. 27; vgl. Cic. Att. 6, 5. Die Ableitung von einem stotternden Könige Battus von Cyrene, Her. 4, 155, ist falsch; das Wort ist onomatopoetisch. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0439.png Seite 439]] stottern, stammeln, übh. B. A. 30 ἄσημα καὶ ἀδιάρθρωτα διαλέγεσθαι Hipponax bei B. A. 85 u. Sp., z. B. Luc. lup. Trag. 27; vgl. Cic. Att. 6, 5. Die Ableitung von einem stotternden Könige Battus von Cyrene, Her. 4, 155, ist falsch; das Wort ist onomatopoetisch. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=bredouiller, dire des niaiseries.<br />'''Étymologie:''' [[βάτταλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαττᾰρίζω''': λέξ. ὠνοματοπ., [[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]], Ἱππῶν. 108, Λουκ. Δι. Τραγ. 27, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 6. 5. Ἐντεῦθεν βατταρισμός, ὁ, ἄναρθρα λέγειν, [[ἄναρθρος]] καὶ [[ἀδιανόητος]] [[ὁμιλία]], τραύλισμα· καί, βατταριστής, οῦ, ὁ, ὁ τραυλίζων, Ἡσύχ. | |lstext='''βαττᾰρίζω''': λέξ. ὠνοματοπ., [[ψελλίζω]], [[τραυλίζω]], Ἱππῶν. 108, Λουκ. Δι. Τραγ. 27, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 6. 5. Ἐντεῦθεν βατταρισμός, ὁ, ἄναρθρα λέγειν, [[ἄναρθρος]] καὶ [[ἀδιανόητος]] [[ὁμιλία]], τραύλισμα· καί, βατταριστής, οῦ, ὁ, ὁ τραυλίζων, Ἡσύχ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:10, 1 October 2022
English (LSJ)
onomatop. word, stammer, Hippon.108, Pl.Tht.175d (prob.l.), Cic.Att.6.5.1, Luc.JTr.27.
Spanish (DGE)
balbucear, balbucir Hippon.155, Pl.Tht.175d, Cic.Att.119.1, βατταρίζων καὶ ταραττόμενος Luc.ITr.27, βατταρίζων ὥσπερ τὰ παιδία Porph.Hist.Phil.11, cf. D.Chr.11.27, Them.Or.21.252c, Cyr.Al.M.76.1012B, Hsch.
• Etimología: Prob. de origen imitativo, quizá rel. c. βάταλος q.u.
German (Pape)
[Seite 439] stottern, stammeln, übh. B. A. 30 ἄσημα καὶ ἀδιάρθρωτα διαλέγεσθαι Hipponax bei B. A. 85 u. Sp., z. B. Luc. lup. Trag. 27; vgl. Cic. Att. 6, 5. Die Ableitung von einem stotternden Könige Battus von Cyrene, Her. 4, 155, ist falsch; das Wort ist onomatopoetisch.
French (Bailly abrégé)
bredouiller, dire des niaiseries.
Étymologie: βάτταλος.
Greek (Liddell-Scott)
βαττᾰρίζω: λέξ. ὠνοματοπ., ψελλίζω, τραυλίζω, Ἱππῶν. 108, Λουκ. Δι. Τραγ. 27, πρβλ. Κικ. π. Ἀττ. 6. 5. Ἐντεῦθεν βατταρισμός, ὁ, ἄναρθρα λέγειν, ἄναρθρος καὶ ἀδιανόητος ὁμιλία, τραύλισμα· καί, βατταριστής, οῦ, ὁ, ὁ τραυλίζων, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
(AM βατταρίζω)
τραυλίζω
νεοελλ.
περιφέρομαι άσκοπα εδώ κι εκεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λέξη (πρβλ. διπλό -ττ-), που θεωρείται ότι ανάγεται σε bata-, ονοματοποιημένο στοιχείο που εκφράζει παιδικό τραύλισμα ή έκπληξη (πρβλ. και λ. βαττολογώ). Το βατταρίζω συσχετίστηκε με το βάτταλος, με σύγχυση της προφοράς των -λ- και -ρ-. Εξάλλου συγκρίσιμοι προς το βατταρίζω τύποι απαντούν και σε άλλες ινδοευρ, γλώσσες (πρβλ. λατ. balbus «τραυλός», butubatta «ασήμαντα πράγματα»), ενώ το μτγν. λατ. bat(t)ulus «βραδύγλωσσος» πρέπει να αποτελεί δάνειο από την Ελληνική].
Greek Monotonic
βαττᾰρίζω: (βάττος), ψελλίζω, τραυλίζω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
βαττᾰρίζω: быть косноязычным, заикаться Luc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: a speech-defect, perhaps stammer (Hippon.). Cf. Holst Symb. Oslo. 4, 11; cf. βατταρισμοῖς φλυαρίαις and Βάττος ... τρυλόφωνος, ἰσχνόφωνος. H.
Derivatives: βατταρισμός (Phld.). Cf. Βάτταρος (Herod.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Comparable is βαττολογέω stammer (Ev. Matt. 6, 7, Simp.) with βαττολογία ἀργολογία, ἀκαιρολογία H. Cf. the PN Βάττος (Hdt. 4, 155). S. also βάταλος. Onomatopoet.?; cf. Lat. butubatta; on βαττολογέω esp. Blaß-Debrunner Gramm. neutest. Gr.7 Anh. par. 40. Pok. 95.
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βατταρίζω, onomat., stotteren.
Frisk Etymology German
βατταρίζω: {battarízō}
Grammar: v.
Meaning: Bez. eines Sprechfehlers, etwa poltern, brudeln (Holst Symb. Oslo. 4, 11; vgl. βατταρισμοῖς· φλυαρίαις H.; vereinzelt bei Hippon., Pl. [Tht. 175d?], Cic., Luk.).
Derivative: Davon βατταρισμός (Phld., Porph., H.), βατταριστής H. Daneben Βάτταρος (Herod.).
Etymology: Eine ähnliche Bildung ist βαττολογέω plappern (Ev. Matt. 6, 7, Simp.) mit βαττολογία· ἀργολογία, ἀκαιρολογία H., vgl. noch den EN Βάττος (Hdt. 4, 155), nach einer Tradition = ἰσχόφωνος καὶ τραυλός. S. auch βάταλος. Onomatopoetische Wörter; vgl. z. B. lat. butubatta; zu βαττολογέω bes. Blaß-Debrunner7 Anh. par. 40 m. Lit.
Page 1,227