εὔμαρις: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1079.png Seite 1079]] (so Poll. 7, 90 u. Arcad. 34, 4 accent., accus. bei Aesch.), ιδος, ἡ, orientalische Fußbekleidung für Männer; εὔμαριν Aesch. Pers. 651; βαρβάροις ἐν εὐμαρίσιν Eur. Or. 1364; für Frauen, Lycophr. 855, [[βαθύπελμος]] εὐμαρίς Ant. Sid. 82 (VII, 413) [α kurz]. Die Alten leiten es von [[εὐμάρα]] od. [[εὐμαρής]] ab, doch scheint es ein orientalisches Wort.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1079.png Seite 1079]] (so Poll. 7, 90 u. Arcad. 34, 4 accent., accus. bei Aesch.), ιδος, ἡ, orientalische Fußbekleidung für Männer; εὔμαριν Aesch. Pers. 651; βαρβάροις ἐν εὐμαρίσιν Eur. Or. 1364; für Frauen, Lycophr. 855, [[βαθύπελμος]] εὐμαρίς Ant. Sid. 82 (VII, 413) [α kurz]. Die Alten leiten es von [[εὐμάρα]] od. [[εὐμαρής]] ab, doch scheint es ein orientalisches Wort.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />chaussure orientale pour hommes (en peau de chèvre).<br />'''Étymologie:''' mot oriental.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔμᾱρις''': -ιδος, ἡ, οὐχὶ εὐμαρίς, Ἀρκάδ. σ. 34, οὖ ὁ κανὼν ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τῆς αἰτ. εὔμαριν ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 660), ἀλλ’ ὁ Μέγας Ἐτυμολόγ. (393. 16) καὶ ὁ Φώτιος ὀξυτονοῦσι τὴν λέξιν: ― Ἀσιατικόν τι [[σανδάλιον]], «παντοῦφλα», βαρβάροις ἐν εὐμάρισι Εὐρ. Ὀρ. 1370· κροκόβαπτον… εὔμαριν ἀείρων ([[ἐπειδὴ]] τὸ κίτρινον ἦτο τὸ βασιλικὸν [[χρῶμα]] ἐν Περσίᾳ), Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ σανδάλια [[ταῦτα]] εἶχον παχέα πέλματα, δι’ ὃ καὶ ἡ [[εὔμαρις]] ἐκαλεῖτο [[βαθύπελμος]], Ἀνθ. Π. 7. 413, πρβλ. Λυκόφρ. 855. (πιθαν. [[ξένη]] [[λέξις]]). Τὸ ᾱ γίνεται βραχὺ ἐν τῇ Ἀνθ..
|lstext='''εὔμᾱρις''': -ιδος, ἡ, οὐχὶ εὐμαρίς, Ἀρκάδ. σ. 34, οὖ ὁ κανὼν ἐπιβεβαιοῦται ἐκ τῆς αἰτ. εὔμαριν ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 660), ἀλλ’ ὁ Μέγας Ἐτυμολόγ. (393. 16) καὶ ὁ Φώτιος ὀξυτονοῦσι τὴν λέξιν: ― Ἀσιατικόν τι [[σανδάλιον]], «παντοῦφλα», βαρβάροις ἐν εὐμάρισι Εὐρ. Ὀρ. 1370· κροκόβαπτον… εὔμαριν ἀείρων ([[ἐπειδὴ]] τὸ κίτρινον ἦτο τὸ βασιλικὸν [[χρῶμα]] ἐν Περσίᾳ), Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὰ σανδάλια [[ταῦτα]] εἶχον παχέα πέλματα, δι’ ὃ καὶ ἡ [[εὔμαρις]] ἐκαλεῖτο [[βαθύπελμος]], Ἀνθ. Π. 7. 413, πρβλ. Λυκόφρ. 855. (πιθαν. [[ξένη]] [[λέξις]]). Τὸ ᾱ γίνεται βραχὺ ἐν τῇ Ἀνθ..
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />chaussure orientale pour hommes (en peau de chèvre).<br />'''Étymologie:''' mot oriental.
}}
}}
{{grml
{{grml