διαμετρέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0590.png Seite 590]] (s. [[μετρέω]]), 1) durchmessen, [[ausmessen]], [[abmessen]]. Hom. Iliad. 3, 315 χῶρον διεμέτρεον, den Platz zu einem Zweikampfe. Vgl. [[διαμετρητός]] und [[ἀναμετρέω]]. – Im medium Orac. bei Herodot. 1, 66 [[πεδίον]] σχοίνῳ διαμετρήσασθαι, σχοίνῳ διαμετρησάμενοι τὸ [[πεδίον]]; Polyb. 6, 41, 8 τὰς ῥύμας διεμέτρησαν; med. 6, 41, 3; Call. Apoll. 55; διαμεμετρημένη [[ἡμέρα]], die nach der Klepsydra zugemessene Zeit zum Reden vor Gericht, Dem. 53, 17; Aesch. 2, 126; vgl. Plut. Alc. 19; Harpocr. – 2) nach dem Maaße zumessen, verkaufen, διεμετρήσαμεν ὑμῖν τῆς καθεστηκυίας τιμῆς τὸν μέδιμνον, für den gesetzmäßigen Preis, Dem. 84, 39; vertheilen, Xen. An. 7, 1, 40; dah. med., sich sein bestimmtes Maaß geben lassen, Dem. 34, 37. 39; Poll. 4, 166. – 3) diametral entgegengesetzt sein, Maneth. 4, 74. 296, τινί.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0590.png Seite 590]] (s. [[μετρέω]]), 1) durchmessen, [[ausmessen]], [[abmessen]]. Hom. Iliad. 3, 315 χῶρον διεμέτρεον, den Platz zu einem Zweikampfe. Vgl. [[διαμετρητός]] und [[ἀναμετρέω]]. – Im medium Orac. bei Herodot. 1, 66 [[πεδίον]] σχοίνῳ διαμετρήσασθαι, σχοίνῳ διαμετρησάμενοι τὸ [[πεδίον]]; Polyb. 6, 41, 8 τὰς ῥύμας διεμέτρησαν; med. 6, 41, 3; Call. Apoll. 55; διαμεμετρημένη [[ἡμέρα]], die nach der Klepsydra zugemessene Zeit zum Reden vor Gericht, Dem. 53, 17; Aesch. 2, 126; vgl. Plut. Alc. 19; Harpocr. – 2) nach dem Maaße zumessen, verkaufen, διεμετρήσαμεν ὑμῖν τῆς καθεστηκυίας τιμῆς τὸν μέδιμνον, für den gesetzmäßigen Preis, Dem. 84, 39; vertheilen, Xen. An. 7, 1, 40; dah. med., sich sein bestimmtes Maaß geben lassen, Dem. 34, 37. 39; Poll. 4, 166. – 3) diametral entgegengesetzt sein, Maneth. 4, 74. 296, τινί.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> mesurer pour distribuer : [[τί]] τινι distribuer à qqn une portion, une ration ; [[ἡμέρα]] διαμεμετρημένη DÉM parts de temps d'une journée mesurées par la clepsydre ; <i>avec un suj. de pers.</i> recevoir comme part (mesurée);<br /><b>2</b> mesurer d'un bout à l'autre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μετρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαμετρέω''': μετρῶ διὰ μέσου, ἐντελῶς· μετρῶ καὶ [[ἀποχωρίζω]], χῶρον δ., μετρῶ τὸν διὰ τὴν μονομαχίαν τόπον, Ἰλ. Γ. 315· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ., Πολύβ. 6. 41, 3: - [[ἡμέρα]] διαμεμετρημένη, ὁ διὰ τῆς κλεψύδρας μεμετρημένος [[χρόνος]], Δημ. 378. 8, Αἰσχίν. 82. 12. 2) μετρῶν διαιρῶ εἰς μέρη, [[διανέμω]], μεδίμνους δ. τισι τῆς καθεστηκυίας [[τιμῆς]] Δημ. 918. 24· οὐδὲν δ. τοῖς στρατιώταις, δὲν χορηγῶ [[σιτηρέσιον]], Ξεν. Ἀν. 7, 1, 40, πρβλ. 41. - Μέσ., ἔχουσι μετρήσει εἰς ἐμέ, [[λαμβάνω]] ὡς [[μερίδιον]], Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 9, Δημ. 918. 8· - ἀλλ’ ὁ Καλλ. ἔχει τὸ μέσ. μετ’ ἐνεργ. σημασίας, Ἀπολλ. 54, Ἄρτεμ. 36. ΙΙ. ἀμετ. = ἐκ διαμέτρου ἀντικεῖσθαι, εἶμαι ἐκ διαμέτρου [[ἀντίθετος]], τινὶ Μανέθων 4. 74.
|lstext='''διαμετρέω''': μετρῶ διὰ μέσου, ἐντελῶς· μετρῶ καὶ [[ἀποχωρίζω]], χῶρον δ., μετρῶ τὸν διὰ τὴν μονομαχίαν τόπον, Ἰλ. Γ. 315· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσ., Πολύβ. 6. 41, 3: - [[ἡμέρα]] διαμεμετρημένη, ὁ διὰ τῆς κλεψύδρας μεμετρημένος [[χρόνος]], Δημ. 378. 8, Αἰσχίν. 82. 12. 2) μετρῶν διαιρῶ εἰς μέρη, [[διανέμω]], μεδίμνους δ. τισι τῆς καθεστηκυίας [[τιμῆς]] Δημ. 918. 24· οὐδὲν δ. τοῖς στρατιώταις, δὲν χορηγῶ [[σιτηρέσιον]], Ξεν. Ἀν. 7, 1, 40, πρβλ. 41. - Μέσ., ἔχουσι μετρήσει εἰς ἐμέ, [[λαμβάνω]] ὡς [[μερίδιον]], Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 9, Δημ. 918. 8· - ἀλλ’ ὁ Καλλ. ἔχει τὸ μέσ. μετ’ ἐνεργ. σημασίας, Ἀπολλ. 54, Ἄρτεμ. 36. ΙΙ. ἀμετ. = ἐκ διαμέτρου ἀντικεῖσθαι, εἶμαι ἐκ διαμέτρου [[ἀντίθετος]], τινὶ Μανέθων 4. 74.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> mesurer pour distribuer : [[τί]] τινι distribuer à qqn une portion, une ration ; [[ἡμέρα]] διαμεμετρημένη DÉM parts de temps d'une journée mesurées par la clepsydre ; <i>avec un suj. de pers.</i> recevoir comme part (mesurée);<br /><b>2</b> mesurer d'un bout à l'autre, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μετρέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth