3,274,903
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> délibérer, discuter;<br /><b>2</b> décider de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], βουλεύομαι. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαβουλεύομαι''': ἀποθ., [[σκέπτομαι]] ἢ συζητῶ ὑπόθεσίν τινα ἐξετάζων τὰ ἀντιμαχόμενα ἐπιχειρήματα, συζητῶ καθ’ ὁλοκληρίαν, Ἀνδοκ. 22. 12, Θουκ. 2. 5., 7. 50. 2) διανοοῦμαι, ἀποφασίζω, μετ’ ἀπαρ., Λουκ. Ἁλ. 24. | |lstext='''διαβουλεύομαι''': ἀποθ., [[σκέπτομαι]] ἢ συζητῶ ὑπόθεσίν τινα ἐξετάζων τὰ ἀντιμαχόμενα ἐπιχειρήματα, συζητῶ καθ’ ὁλοκληρίαν, Ἀνδοκ. 22. 12, Θουκ. 2. 5., 7. 50. 2) διανοοῦμαι, ἀποφασίζω, μετ’ ἀπαρ., Λουκ. Ἁλ. 24. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |