δυναστεύω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0673.png Seite 673]] ein [[δυνάστης]] sein, die Macht haben, durch Macht u. Ansehen der Erste im Staate sein; οἱ δυναστεύοντες ἄνδρες ἐν ταῖσι πόλεσι Her. 9, 2, wie Plat. Rep. VI, 498 e. So sagt Isocr. von den Athenern δ. ἐν τοῖς Ἕλλησι 4, 178, sie haben die Hegemonie. – C. gen., Posidon. bei Ath. V, 213 a; τινί, Ath. XIV, 624 d. – Auch übertr., [[πάθος]] Plat. Polit. 273 c; [[νότος]], Hippocr. – Bei Plat. Rep. VII, 546 b, αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι, scheint es der Gegensatz des Erhebens ins Quadrat zu sein.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0673.png Seite 673]] ein [[δυνάστης]] sein, die Macht haben, durch Macht u. Ansehen der Erste im Staate sein; οἱ δυναστεύοντες ἄνδρες ἐν ταῖσι πόλεσι Her. 9, 2, wie Plat. Rep. VI, 498 e. So sagt Isocr. von den Athenern δ. ἐν τοῖς Ἕλλησι 4, 178, sie haben die Hegemonie. – C. gen., Posidon. bei Ath. V, 213 a; τινί, Ath. XIV, 624 d. – Auch übertr., [[πάθος]] Plat. Polit. 273 c; [[νότος]], Hippocr. – Bei Plat. Rep. VII, 546 b, αὐξήσεις δυνάμεναί τε καὶ δυναστευόμεναι, scheint es der Gegensatz des Erhebens ins Quadrat zu sein.
}}
{{bailly
|btext=être le maître ; exercer le pouvoir, la domination.<br />'''Étymologie:''' [[δυνάστης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῠναστεύω''': εἶμαι [[δυνάστης]], ἔχω ἐξουσίαν ἢ κυριαρχίαν, Ἡρόδ. 9. 2, Θουκ. 6. 89, Ἰσοκρ. 249C, κτλ.· ἡ [[πόλις]] τῶν λοιπῶν ἐδυνάστευε [[μάλιστα]] Ἡρόδ. 5. 97· μετὰ γεν., εἶμαι [[κύριος]] ἐπί τινος, Ποσειδών. πάρ’ Ἀθην. 213Α, Διόδ. 4. 31 μετὰ δοτ., Ἀθήν. 624D·- [[καθόλου]], [[ὑπερισχύω]], [[κατισχύω]], ἐπικρατῶ· ἐπὶ ἀνέμου, ἐπὶ κλίματος, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀέρ. 288· ἔχω δύναμιν, ῥοπήν, ἐξασκῶ ἐπίδρασιν, ἐν τῷ σώματι Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14.- Παθ., κυβερνῶμαι, διευθύνομαι, ὑπό τινος Γαλην. ΙΙ. ὡς μαθηματ. ὅρος, ἴδε ἐν λ. [[δύναμαι]] ΙΙ. 4.
|lstext='''δῠναστεύω''': εἶμαι [[δυνάστης]], ἔχω ἐξουσίαν ἢ κυριαρχίαν, Ἡρόδ. 9. 2, Θουκ. 6. 89, Ἰσοκρ. 249C, κτλ.· ἡ [[πόλις]] τῶν λοιπῶν ἐδυνάστευε [[μάλιστα]] Ἡρόδ. 5. 97· μετὰ γεν., εἶμαι [[κύριος]] ἐπί τινος, Ποσειδών. πάρ’ Ἀθην. 213Α, Διόδ. 4. 31 μετὰ δοτ., Ἀθήν. 624D·- [[καθόλου]], [[ὑπερισχύω]], [[κατισχύω]], ἐπικρατῶ· ἐπὶ ἀνέμου, ἐπὶ κλίματος, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀέρ. 288· ἔχω δύναμιν, ῥοπήν, ἐξασκῶ ἐπίδρασιν, ἐν τῷ σώματι Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 14.- Παθ., κυβερνῶμαι, διευθύνομαι, ὑπό τινος Γαλην. ΙΙ. ὡς μαθηματ. ὅρος, ἴδε ἐν λ. [[δύναμαι]] ΙΙ. 4.
}}
{{bailly
|btext=être le maître ; exercer le pouvoir, la domination.<br />'''Étymologie:''' [[δυνάστης]].
}}
}}
{{grml
{{grml