διαστολή: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0604.png Seite 604]] ἡ, 1) das Auseinanderziehen, Ausdehnen, Medic.; Ggstz [[συστολή]], Plut. plac. phil. 4, 22; bei Gramm. Dehnung einer von Natur kurzen Sylbe. – 2) die Trennung, Scheidung, Plut. Nic. 19; vgl. Cic. 1 ἐν τῷ πέρατι τῆς ῥινὸς διαστολὴν ἀμβλεῖαν εἶχεν, [[ὥσπερ]] ἐρεβίνθου διαφυήν. – Bei den Gramm., wie [[ὑποδιαστολή]], Unterscheidungszeichen; auch = Interpunction. Dah. – 3) deutliche Auseinandersetzung, genaue Erzählung, Pol. 3, 7 u. öfter; μετὰ διαστολῆς ποιεῖσθαι τὴν ἐξήγησιν, entgeggstzt ἐπικεφαλαιοῦσθαι, 2, 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0604.png Seite 604]] ἡ, 1) das Auseinanderziehen, Ausdehnen, Medic.; Ggstz [[συστολή]], Plut. plac. phil. 4, 22; bei Gramm. Dehnung einer von Natur kurzen Sylbe. – 2) die Trennung, Scheidung, Plut. Nic. 19; vgl. Cic. 1 ἐν τῷ πέρατι τῆς ῥινὸς διαστολὴν ἀμβλεῖαν εἶχεν, [[ὥσπερ]] ἐρεβίνθου διαφυήν. – Bei den Gramm., wie [[ὑποδιαστολή]], Unterscheidungszeichen; auch = Interpunction. Dah. – 3) deutliche Auseinandersetzung, genaue Erzählung, Pol. 3, 7 u. öfter; μετὰ διαστολῆς ποιεῖσθαι τὴν ἐξήγησιν, entgeggstzt ἐπικεφαλαιοῦσθαι, 2, 40.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> élargissement, expansion, dilatation (des poumons, du cœur);<br /><b>2</b> petite coche <i>ou</i> fente;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> distinction.<br />'''Étymologie:''' [[διαστέλλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαστολή''': ἡ, ([[διαστέλλω]]) ὁ διαχωρισμὸς τῶν μερῶν ἢ μορίων, [[ἀνάπτυξις]], δι’ ἧς καταλαμβάνει τι μείζονα χῶρον· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀριτ. Ἀκουσμ. 7, 11, Γαλην. 2. 255Α. β) [[διαχωρισμός]], Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 16, 3· [[χάραγμα]], [[ἐντομή]]. Πλούτ. Κικ. 1. 2) [[διάκρισις]], ὁ αὐτ. 2. 1079Β· [[λεπτομερής]], ἀκριβὴς [[ἀφήγησις]]. Πολύβ. 1. 15, 6, κτλ.· [[διαίρεσις]] ἢ [[περίφραγμα]], Πίν. Ἡρακλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5575. 46. ΙΙ. ἡ ἐπιμήκυνσις συλλαβῆς, ἀντίθ. [[συστολή]], Γραμμ. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, [[παῦλα]], [[παῦσις]].
|lstext='''διαστολή''': ἡ, ([[διαστέλλω]]) ὁ διαχωρισμὸς τῶν μερῶν ἢ μορίων, [[ἀνάπτυξις]], δι’ ἧς καταλαμβάνει τι μείζονα χῶρον· ἐπὶ τῶν πνευμόνων, Ἀριτ. Ἀκουσμ. 7, 11, Γαλην. 2. 255Α. β) [[διαχωρισμός]], Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 16, 3· [[χάραγμα]], [[ἐντομή]]. Πλούτ. Κικ. 1. 2) [[διάκρισις]], ὁ αὐτ. 2. 1079Β· [[λεπτομερής]], ἀκριβὴς [[ἀφήγησις]]. Πολύβ. 1. 15, 6, κτλ.· [[διαίρεσις]] ἢ [[περίφραγμα]], Πίν. Ἡρακλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5575. 46. ΙΙ. ἡ ἐπιμήκυνσις συλλαβῆς, ἀντίθ. [[συστολή]], Γραμμ. 2) ἐν τῇ μουσικῇ, [[παῦλα]], [[παῦσις]].
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> élargissement, expansion, dilatation (des poumons, du cœur);<br /><b>2</b> petite coche <i>ou</i> fente;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> distinction.<br />'''Étymologie:''' [[διαστέλλω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR