3,273,742
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] genau, sorgfältig machen; Πραξιτέλης, ὃν ἔπασχε, διηκρίβωσεν Ἔρωτα Simonid. 84 (Plan. 204); τὰς τάξεις, genau kennen, Xen. Cyr. 2, 1, 27; Sp.; – pass.; διηκριβωμένος, ganz genau, Plat. Legg. XII, 965 a; öfter Plut., z. B. Caes. 59. – Med., genau auseinandersetzen, Plat. Theaet. 184 d; Polit. 292 c; [[περί]] τινος, genau erforschen, Isocr. 4, 18; Is. 3, 39. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] genau, sorgfältig machen; Πραξιτέλης, ὃν ἔπασχε, διηκρίβωσεν Ἔρωτα Simonid. 84 (Plan. 204); τὰς τάξεις, genau kennen, Xen. Cyr. 2, 1, 27; Sp.; – pass.; διηκριβωμένος, ganz genau, Plat. Legg. XII, 965 a; öfter Plut., z. B. Caes. 59. – Med., genau auseinandersetzen, Plat. Theaet. 184 d; Polit. 292 c; [[περί]] τινος, genau erforschen, Isocr. 4, 18; Is. 3, 39. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> achever, parfaire ; <i>part. pf. Pass.</i> διηκριβωμένος, achevé, accompli;<br /><b>2</b> examiner en détail <i>ou</i> à fond ; <i>Pass.</i> διηκρίβωται ARSTT la question a été soigneusement examinée;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[διακριβόομαι]], [[διακριβοῦμαι]] faire un examen détaillé <i>ou</i> approfondi.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀκριβόω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακρῑβόω''': [[εἰκονίζω]], [[παριστάνω]] ἀκριβῶς, Ἔρωτα Σιμων. 188. 2) [[ἐξετάζω]] ἢ συζητῶ τι λεπτομερῶς, μετ’ ἀκριβείας, τι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 27, Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 7, 5, Ἠθ. Ν. 10. 8, 3· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Θεαιτ. 184D· [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 44C· διηκρίβωται, τὸ [[πρᾶγμα]] λεπτομερῶς ἔχει ἐξετασθῆ, Ἀριστ. Ρήτ. 1. 8,7· - ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], φέρομαι εἰς ἐντέλειαν ἢ ἀκρίβειαν, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 3. 3, ο, κτλ.· οἱ διηκριβωμένοι, ἄνθρωποι τέλειοι, Πλάτ. Νόμ. 965Α· διηκρ. τέχναι Ἀθήν. 511D· - [[ὡσαύτως]] ῥημ. ἐπίθ. -ωτέον, μετ’ αἰτιατ., Πλούτ. Λυσ. 12. | |lstext='''διακρῑβόω''': [[εἰκονίζω]], [[παριστάνω]] ἀκριβῶς, Ἔρωτα Σιμων. 188. 2) [[ἐξετάζω]] ἢ συζητῶ τι λεπτομερῶς, μετ’ ἀκριβείας, τι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 27, Ἀριστ. Σοφ. Ἐλέγχ. 7, 5, Ἠθ. Ν. 10. 8, 3· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλάτ. Θεαιτ. 184D· [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 44C· διηκρίβωται, τὸ [[πρᾶγμα]] λεπτομερῶς ἔχει ἐξετασθῆ, Ἀριστ. Ρήτ. 1. 8,7· - ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], φέρομαι εἰς ἐντέλειαν ἢ ἀκρίβειαν, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 3. 3, ο, κτλ.· οἱ διηκριβωμένοι, ἄνθρωποι τέλειοι, Πλάτ. Νόμ. 965Α· διηκρ. τέχναι Ἀθήν. 511D· - [[ὡσαύτως]] ῥημ. ἐπίθ. -ωτέον, μετ’ αἰτιατ., Πλούτ. Λυσ. 12. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |