κατάρατος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kata/ratos
|Beta Code=kata/ratos
|Definition=[ᾰρ], ον, Ion. [[κατήρητος]] Herod.5.44, but [[κατάρητος]] Schwyzer702.11 (Erythrae, iv B.C.):—<br><span class="bld">A</span> [[accursed]], [[abominable]], E.Med. 112 (anap.): freq. in Com., [[ὡς]] [[σεμνός|σεμνὸς]] ὁ [[κατάρατος]] = [[pretty]] [[arrogant]], the [[bastard]] Ar.Ra.178, cf. Pax33; ὦ κατάρατε Id.Lys.530, etc.: Comp. καταρατότερος D.18.212: Sup. καταρατότατος S.OT1345 (lyr.).
|Definition=[ᾰρ], ον, Ion. [[κατήρητος]] Herod.5.44, but [[κατάρητος]] Schwyzer702.11 (Erythrae, iv B.C.):—<br><span class="bld">A</span> [[accursed]], [[abominable]], E.Med. 112 (anap.): freq. in Com., [[ὡς]] [[σεμνός|σεμνὸς]] ὁ [[κατάρατος]] = [[pretty]] [[arrogant]], the [[bastard]] Ar.Ra.178, cf. Pax33; ὦ κατάρατε Id.Lys.530, etc.: Comp. καταρατότερος D.18.212: Sup. καταρατότατος S.OT1345 (lyr.).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />digne d'exécration, maudit;<br /><i>Cp.</i> καταρατότερος, <i>Sp.</i> καταρατότατος.<br />'''Étymologie:''' [[καταράομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάρᾱτος''': -ον, [[ἄξιος]] κατάρας, κατηραμένος, [[βδελυρός]], Εὐρ. Μήδ. 112· συχν. παρὰ τοῖς Κωμ., ὡς [[σεμνός]] ὁ κατ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 178, πρβλ. Εἰρ. 33· ὧ κατάρατε ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 530. κτλ.· συγκρ. καταρατύτερος Δημ. 298. 29· ὑπερθ. -ότατος Σοφ. Ο. Τ. 1345· [[κατάρατος]] ἀνδράσιν Εὐρ. Ἀνδρομ. 839· κατάρατ’ ἀνδρῶν Ἑκάβ. 716.
|lstext='''κατάρᾱτος''': -ον, [[ἄξιος]] κατάρας, κατηραμένος, [[βδελυρός]], Εὐρ. Μήδ. 112· συχν. παρὰ τοῖς Κωμ., ὡς [[σεμνός]] ὁ κατ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 178, πρβλ. Εἰρ. 33· ὧ κατάρατε ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 530. κτλ.· συγκρ. καταρατύτερος Δημ. 298. 29· ὑπερθ. -ότατος Σοφ. Ο. Τ. 1345· [[κατάρατος]] ἀνδράσιν Εὐρ. Ἀνδρομ. 839· κατάρατ’ ἀνδρῶν Ἑκάβ. 716.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />digne d'exécration, maudit;<br /><i>Cp.</i> καταρατότερος, <i>Sp.</i> καταρατότατος.<br />'''Étymologie:''' [[καταράομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml