μῆλον: Difference between revisions

No change in size ,  1 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0173.png Seite 173]] τό, 1) [[Schaafund Ziege]], kleines Stück Vieh; im sing. bei Hom. nur Od. 12, 301, wo es das Schaaf, u. 14, 105, wo es die Ziege bedeutet; sonst im plur., ohne Unterschied des Geschlechts; ἔνορχα μῆλα, Widder, Il. 23, 147; ἄρσενα μῆλα, Od. 9, 438; βόες καὶ ἴφια μῆλα, neben einander, Stiere und kleines Vieh, wo es Schaafe oder Ziegen sein können, Il. 9, 406. 466 u. öfter; vgl. 10, 485, [[λέων]] μήλοισιν ἀσημάντοισιν ἐπελθών, αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσιν, u. 9, 184, πολλὰ μῆλ' ὄϊές τε καὶ αἶγες; πίονα μῆλα, Od. 9, 315 u. öfter; ἄργυφα, Schaafe, 10, 85; μήλων κνισσάεσσα πομπά, Pind. Ol. 7, 80; μῆλα καὶ βοῶν ἀγέλας, P. 4, 148; μήλων εὐπόκοις νομεύμασιν, also von Schaafen, Aesch. Ag. 1390; ἕστηκεν [[ἤδη]] μῆλα πρὸς σφαγάς, ib. 1027; πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας πεσεῖν, Soph. Ai. 1040; häufiger bei Eur. von Opferschaafen. So noch sp. D., von denen Lycophron 106 einen metaplastischen gen. plur. [[μηλάτων]] bildet. In Prosa ist es in dieser Bedeutung ungebräuchlich.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0173.png Seite 173]] τό, 1) [[Schaafund Ziege]], kleines Stück Vieh; im sing. bei Hom. nur Od. 12, 301, wo es das Schaaf, u. 14, 105, wo es die Ziege bedeutet; sonst im plur., ohne Unterschied des Geschlechts; ἔνορχα μῆλα, Widder, Il. 23, 147; ἄρσενα μῆλα, Od. 9, 438; βόες καὶ ἴφια μῆλα, neben einander, Stiere und kleines Vieh, wo es Schaafe oder Ziegen sein können, Il. 9, 406. 466 u. öfter; vgl. 10, 485, [[λέων]] μήλοισιν ἀσημάντοισιν ἐπελθών, αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσιν, u. 9, 184, πολλὰ μῆλ' ὄϊές τε καὶ αἶγες; πίονα μῆλα, Od. 9, 315 u. öfter; ἄργυφα, Schaafe, 10, 85; μήλων κνισσάεσσα πομπά, Pind. Ol. 7, 80; μῆλα καὶ βοῶν ἀγέλας, P. 4, 148; μήλων εὐπόκοις νομεύμασιν, also von Schaafen, Aesch. Ag. 1390; ἕστηκεν [[ἤδη]] μῆλα πρὸς σφαγάς, ib. 1027; πρὸς μῆλα καὶ ποίμνας πεσεῖν, Soph. Ai. 1040; häufiger bei Eur. von Opferschaafen. So noch sp. D., von denen Lycophron 106 einen metaplastischen gen. plur. [[μηλάτων]] bildet. In Prosa ist es in dieser Bedeutung ungebräuchlich.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (τό) :<br />animal de petit bétail, <i>particul.</i><br /><b>1</b> mouton ; <i>d'ord. au pl.</i> τὰ μῆλα troupeau de moutons <i>ou</i> de brebis;<br /><b>2</b> chèvre ; <i>d'ord. au pl.</i> τὰ μῆλα troupeau de chèvres.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>irl.</i> mil et <i>gall.</i> mil « petit animal », <i>germ.</i> mala « vache » ; <i>néerl.</i> maal « jeune vache » ; <i>arm.</i> mal « mouton », <i>v.sl.</i> malu « petit ».<br /><span class="bld">2</span>ου (τό) :<br /><b>1</b> pomme <i>ou</i> fruit semblable à une pomme ; pomme : τὰ χρύσεα μῆλα SOPH pommes d'or <i>ou</i> des Hespérides, <i>càd</i> oranges <i>ou</i> citrons ; [[μῆλον]] Μηδικόν PLUT citron ; <i>p. anal.</i> pomme d'or <i>ou</i> d'argent (à l'extrémité d'une lance, d'un bâton, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> fruit d'arbre fruitier <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> malum.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῆλον''': (Α), ου, τὸ [[πρόβατον]] ἢ αἴξ, ἢ βοῦν ἢ ἔτι [[μῆλον]] Ὀδ. Μ. 301 (πρβλ. 299)· [[ἕκαστος]]... [[μῆλον]] ἀγινεῖ ζατρεφέων αἰγῶν Ξ. 105· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν πληθ. (πρὸς διάκρισιν δὲ τοῦ γένους προστίθεται ἐπίθετον, ἄρσενα μ., κριοί, «κριάρια», Ὀδ. Ι. 438· ἔνορχα μ. Ἰλ. Ψ. 147), πρὸς δήλωσιν ποιμνίων προβάτων καὶ αἰγῶν, «γιδοπρόβατα», [[ἔνθα]] δὲ πολλὰ μῆλ’, ὄϊές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον Ὀδ. Ι. 184· ὡς δὲ [[λέων]] μήλοισιν... ἐπελθών, αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι Ἰλ. Κ. 485· [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]] ὡς τὰ πρόβατα, μικρὰ κτήνη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: βόες, ὡς τὸ Λατ. pecudes πρὸς τὸ armenta, βόες καὶ ἴφια μῆλα Ἰλ. Ι. 406, κτλ.· μῆλα καὶ βοῶν ἀγέλας Πίνδ. Π. 4. 263· μῆλα καὶ ποίμνας Σοφ. Αἴ. 1061· - ἀλλ’ ἀπολ. ἐπὶ προβάτων, ἄργυφα μῆλα Ὀδ. Κ. 85· μήλων εὐπόκοις νομεύμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1416· ἐπὶ βοός, Σιμων. 249· οὕτω, μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν μήλων, ἐπὶ ἀγελῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· [[καθόλου]], ζῷα κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, Πίνδ. Ο. 7. 116· ἰδίως ἐπὶ τῶν πρὸς θυσίαν ζῴων, [[αὐτόθι]] 145, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1057, κτλ.· - ἔτι δὲ καὶ ἐπὶ ζῴων τοῦ κυνηγίου, Σοφ. Ἀποσπ. 911· - ὁ Λυκόφρ. 106 μεταχειρίζεται κατὰ μεταπλασμὸν γεν. πληθ. [[μηλάτων]]· - (Ἡ [[λέξις]] δὲν [[εἶναι]] [[οὕτως]] ἐν χρήσει παρὰ πεζογράφοις. Δὲν γίνεται δὲ [[μᾶλον]] παρὰ Πινδ., [[ἐπειδὴ]] ὁ [[γνήσιος]] Δωρ. καὶ Βοιωτ. [[τύπος]] [[εἶναι]] [[μεῖλον]], Αhrens D. Dor. 145, 153).
|lstext='''μῆλον''': (Α), ου, τὸ [[πρόβατον]] ἢ αἴξ, ἢ βοῦν ἢ ἔτι [[μῆλον]] Ὀδ. Μ. 301 (πρβλ. 299)· [[ἕκαστος]]... [[μῆλον]] ἀγινεῖ ζατρεφέων αἰγῶν Ξ. 105· ἀλλαχοῦ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν πληθ. (πρὸς διάκρισιν δὲ τοῦ γένους προστίθεται ἐπίθετον, ἄρσενα μ., κριοί, «κριάρια», Ὀδ. Ι. 438· ἔνορχα μ. Ἰλ. Ψ. 147), πρὸς δήλωσιν ποιμνίων προβάτων καὶ αἰγῶν, «γιδοπρόβατα», [[ἔνθα]] δὲ πολλὰ μῆλ’, ὄϊές τε καὶ αἶγες, ἰαύεσκον Ὀδ. Ι. 184· ὡς δὲ [[λέων]] μήλοισιν... ἐπελθών, αἴγεσιν ἢ ὀΐεσσι Ἰλ. Κ. 485· [[ἐντεῦθεν]] [[καθόλου]] ὡς τὰ πρόβατα, μικρὰ κτήνη, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τό: βόες, ὡς τὸ Λατ. pecudes πρὸς τὸ armenta, βόες καὶ ἴφια μῆλα Ἰλ. Ι. 406, κτλ.· μῆλα καὶ βοῶν ἀγέλας Πίνδ. Π. 4. 263· μῆλα καὶ ποίμνας Σοφ. Αἴ. 1061· - ἀλλ’ ἀπολ. ἐπὶ προβάτων, ἄργυφα μῆλα Ὀδ. Κ. 85· μήλων εὐπόκοις νομεύμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1416· ἐπὶ βοός, Σιμων. 249· οὕτω, μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν μήλων, ἐπὶ ἀγελῶν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· [[καθόλου]], ζῷα κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, Πίνδ. Ο. 7. 116· ἰδίως ἐπὶ τῶν πρὸς θυσίαν ζῴων, [[αὐτόθι]] 145, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1057, κτλ.· - ἔτι δὲ καὶ ἐπὶ ζῴων τοῦ κυνηγίου, Σοφ. Ἀποσπ. 911· - ὁ Λυκόφρ. 106 μεταχειρίζεται κατὰ μεταπλασμὸν γεν. πληθ. [[μηλάτων]]· - (Ἡ [[λέξις]] δὲν [[εἶναι]] [[οὕτως]] ἐν χρήσει παρὰ πεζογράφοις. Δὲν γίνεται δὲ [[μᾶλον]] παρὰ Πινδ., [[ἐπειδὴ]] ὁ [[γνήσιος]] Δωρ. καὶ Βοιωτ. [[τύπος]] [[εἶναι]] [[μεῖλον]], Αhrens D. Dor. 145, 153).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (τό) :<br />animal de petit bétail, <i>particul.</i><br /><b>1</b> mouton ; <i>d'ord. au pl.</i> τὰ μῆλα troupeau de moutons <i>ou</i> de brebis;<br /><b>2</b> chèvre ; <i>d'ord. au pl.</i> τὰ μῆλα troupeau de chèvres.<br />'''Étymologie:''' DELG <i>irl.</i> mil et <i>gall.</i> mil « petit animal », <i>germ.</i> mala « vache » ; <i>néerl.</i> maal « jeune vache » ; <i>arm.</i> mal « mouton », <i>v.sl.</i> malu « petit ».<br /><span class="bld">2</span>ου (τό) :<br /><b>1</b> pomme <i>ou</i> fruit semblable à une pomme ; pomme : τὰ χρύσεα μῆλα SOPH pommes d'or <i>ou</i> des Hespérides, <i>càd</i> oranges <i>ou</i> citrons ; [[μῆλον]] Μηδικόν PLUT citron ; <i>p. anal.</i> pomme d'or <i>ou</i> d'argent (à l'extrémité d'une lance, d'un bâton, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> fruit d'arbre fruitier <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> malum.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth