κατασπέρχω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1380.png Seite 1380]] beschleunigen, antreiben; λῃστὰς ἐλαύνων καὶ κατασπέρχων δορί Ar. Ach. 1188; Thuc. 4, 126 u. Sp., wie Nic. Th. 917; ὁ [[ἄνεμος]] ἰσχυρῶς κατέσπερχε D. Cass. 41, 46.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1380.png Seite 1380]] beschleunigen, antreiben; λῃστὰς ἐλαύνων καὶ κατασπέρχων δορί Ar. Ach. 1188; Thuc. 4, 126 u. Sp., wie Nic. Th. 917; ὁ [[ἄνεμος]] ἰσχυρῶς κατέσπερχε D. Cass. 41, 46.
}}
{{bailly
|btext=pousser vivement, <i>fig.</i> secouer ; effrayer par la vie et par le bruit <i>en parl. d'événements</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σπέρχω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασπέρχω''': μέλλ. -ξω, πρβλ. [[ἐπισπέρχω]], [[κατεπείγω]], ὠθῶ καὶ [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ προχωρήσῃ μὲ ταχὺ βῆμα, ἐλαύνων καὶ κ. λῃστὰς δορί, μὲ τὸ [[δόρυ]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1188· νῆα ἐλάτῃσι Ὀππ. Ἁλ. 4. 91, = τοῖς ἐρετμοῖς ἐλαύνειν [[ταχέως]]· -ἀπολ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, εἶμαι [[ἰσχυρός]], [[πνέω]] μεθ’ ὁρμῆς, Δίων Κ. 41. 46· κατασπέρχον, ἐπὶ περιστάσεων, κατεπεῖγον, [[ὑπόθεσις]] μὴ ἐπιδεχομένη ἀναβολήν, Θουκ. 4. 126· ὄψει καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον, κινοῦν εἰς δειλίαν, ἐκπλῆττον, Σχολ.- Παθ., καταπλήττομαι, ἐπείγομαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 4.
|lstext='''κατασπέρχω''': μέλλ. -ξω, πρβλ. [[ἐπισπέρχω]], [[κατεπείγω]], ὠθῶ καὶ [[ἀναγκάζω]] τινὰ νὰ προχωρήσῃ μὲ ταχὺ βῆμα, ἐλαύνων καὶ κ. λῃστὰς δορί, μὲ τὸ [[δόρυ]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1188· νῆα ἐλάτῃσι Ὀππ. Ἁλ. 4. 91, = τοῖς ἐρετμοῖς ἐλαύνειν [[ταχέως]]· -ἀπολ., ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, εἶμαι [[ἰσχυρός]], [[πνέω]] μεθ’ ὁρμῆς, Δίων Κ. 41. 46· κατασπέρχον, ἐπὶ περιστάσεων, κατεπεῖγον, [[ὑπόθεσις]] μὴ ἐπιδεχομένη ἀναβολήν, Θουκ. 4. 126· ὄψει καὶ ἀκοῇ κατασπέρχον, κινοῦν εἰς δειλίαν, ἐκπλῆττον, Σχολ.- Παθ., καταπλήττομαι, ἐπείγομαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 4.
}}
{{bailly
|btext=pousser vivement, <i>fig.</i> secouer ; effrayer par la vie et par le bruit <i>en parl. d'événements</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σπέρχω]].
}}
}}
{{grml
{{grml