κομήτης: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1477.png Seite 1477]] ὁ, der Behaarte, langes Haar Tragende; Ar. Nubb. 348 Lys. 661; [[κομήτης]] τούτου καὶ ὁ [[νεκρός]] Plat. Gorg. 524 c. – Übertr., ἰὸς [[κομήτης]], der befiederte Pfeil, Soph. Trach. 564; [[λειμών]], die grasige Wiese (vgl. [[κόμη]]), Eur. Hipp. 210; θυρσὸς κισσῷ [[κομήτης]] Bacch. 1053. – Bes. sc. [[ἀστήρ]], der Bartstern, [[Komet]], Arist. Meteorl. 1, 6, Plut. Caes. 69 u. a. Sp. – S. auch nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1477.png Seite 1477]] ὁ, der Behaarte, langes Haar Tragende; Ar. Nubb. 348 Lys. 661; [[κομήτης]] τούτου καὶ ὁ [[νεκρός]] Plat. Gorg. 524 c. – Übertr., ἰὸς [[κομήτης]], der befiederte Pfeil, Soph. Trach. 564; [[λειμών]], die grasige Wiese (vgl. [[κόμη]]), Eur. Hipp. 210; θυρσὸς κισσῷ [[κομήτης]] Bacch. 1053. – Bes. sc. [[ἀστήρ]], der Bartstern, [[Komet]], Arist. Meteorl. 1, 6, Plut. Caes. 69 u. a. Sp. – S. auch nom. pr.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>1</b> qui porte de longs cheveux;<br /><b>2</b> couvert de poils;<br /><b>3</b> garni de plumes;<br /><b>4</b> couvert de feuilles <i>ou</i> de plantes.<br />'''Étymologie:''' [[κομάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κομήτης''': -ου, ὁ, ([[κομάω]]) ὁ τρέφων μακρὰν κόμην, κομῶν, ἐπὶ τῶν Περσῶν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 19· ἐπὶ ἀκολάστων ἠθῶν ἀνθρώπων Ἀριστοφ. Νεφ. 348, 1101, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[κομάω]])· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], ὁ ἔχων τρίχας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[φαλακρός]], Πλάτ. Πολ. 454C, πρβλ. Γοργ. 542C· [[ὡσαύτως]], κ. τὰ σκέλη Λουκ. Διόνυσ. 2. 2) μεταφ., ἰὸς κ., [[βέλος]] μετὰ πτερῶν, Σοφ. Τρ. 567· λειμὼν κ., [[λιβάδιον]] ποῶδες, μὲ πρασινάδα, Εὐρ. Ἱππ. 211· [[θύρσος]] κισσῷ [[κομήτης]] ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1055. ΙΙ. [[κομήτης]], μετὰ τοῦ ἀστὴρ ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]], «[[κομήτης]]» ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6 κἑξ., κτλ.· πρβλ. [[κόμη]] ΙΙΙ.
|lstext='''κομήτης''': -ου, ὁ, ([[κομάω]]) ὁ τρέφων μακρὰν κόμην, κομῶν, ἐπὶ τῶν Περσῶν, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 19· ἐπὶ ἀκολάστων ἠθῶν ἀνθρώπων Ἀριστοφ. Νεφ. 348, 1101, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[κομάω]])· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[ἁπλῶς]], ὁ ἔχων τρίχας ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[φαλακρός]], Πλάτ. Πολ. 454C, πρβλ. Γοργ. 542C· [[ὡσαύτως]], κ. τὰ σκέλη Λουκ. Διόνυσ. 2. 2) μεταφ., ἰὸς κ., [[βέλος]] μετὰ πτερῶν, Σοφ. Τρ. 567· λειμὼν κ., [[λιβάδιον]] ποῶδες, μὲ πρασινάδα, Εὐρ. Ἱππ. 211· [[θύρσος]] κισσῷ [[κομήτης]] ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 1055. ΙΙ. [[κομήτης]], μετὰ τοῦ ἀστὴρ ἢ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]], «[[κομήτης]]» ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6 κἑξ., κτλ.· πρβλ. [[κόμη]] ΙΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><b>1</b> qui porte de longs cheveux;<br /><b>2</b> couvert de poils;<br /><b>3</b> garni de plumes;<br /><b>4</b> couvert de feuilles <i>ou</i> de plantes.<br />'''Étymologie:''' [[κομάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml