κατακλείω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1353.png Seite 1353]] att. -[[κλῄω]] (s. simpl.), verschließen, einschließen, einsperren; κατέκλεισεν αὐτὰ καὶ κατεσημήνατο Xen. Hell. 3, 1, 27; ἑαυτοὺς εἰς [[ἔρυμα]] Cyr. 4, 1, 18; αὐτοὺς [[εἴσω]] τῶν ὅπλων An. 3, 4, 26; εἰς τὴν νῆσον κατέκλῃσεν Thuc. 1, 109; [[ὅταν]] εἰς ταύτας [[ἄνεμος]] ξηρὸς κατακλεισθῇ Ar. Nubb. 404; öfter bei Sp. – Med. κατακλεισάμενος, der sich einschloß, Xen. Cyr. 7, 2, 5. – Zuschließen, [[δίφρον]] Xen. Cyr. 6, 4, 20. Auch [[πάλιν]] ταῖς ναυσὶ κατεκλῄσθησαν, wurden durch die Schiffe blokirt, Thuc. 1, 117; Sp. mit ἐν, z. B. κατακλείσαντες ἑαυτοὺς ἐν τῷ στρατοπέδῳ Hdn. 5, 8, 12; N. T. – Ubtr., τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης Dem. 26, 11; εἰς σπάνιν D. Sic. 20, 74. – Vom Schließen der Rede, Sp., τελευτῶν εἰς ἀπειλήν τινα τοιάνδε κατέκλεισε τὸν λόγον, er schloß mit folgender Drohung, D. Hal. 7, 14; – νόμῳ κατακλείειν, eigtl. durch ein Gesetz in gewissen Schranken halten, nöthigen, mit folgdm acc. c. inf., Andoc. 3, 7; Dem. 4, 33; Antiphan. bei Ath. VIII, 343 a. – Perf. pass. κατακεκλειμένοι εἰς τόπον Isocr. 4, 34, vor Bekker κατακεκλεισμένοι.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1353.png Seite 1353]] att. -[[κλῄω]] (s. simpl.), verschließen, einschließen, einsperren; κατέκλεισεν αὐτὰ καὶ κατεσημήνατο Xen. Hell. 3, 1, 27; ἑαυτοὺς εἰς [[ἔρυμα]] Cyr. 4, 1, 18; αὐτοὺς [[εἴσω]] τῶν ὅπλων An. 3, 4, 26; εἰς τὴν νῆσον κατέκλῃσεν Thuc. 1, 109; [[ὅταν]] εἰς ταύτας [[ἄνεμος]] ξηρὸς κατακλεισθῇ Ar. Nubb. 404; öfter bei Sp. – Med. κατακλεισάμενος, der sich einschloß, Xen. Cyr. 7, 2, 5. – Zuschließen, [[δίφρον]] Xen. Cyr. 6, 4, 20. Auch [[πάλιν]] ταῖς ναυσὶ κατεκλῄσθησαν, wurden durch die Schiffe blokirt, Thuc. 1, 117; Sp. mit ἐν, z. B. κατακλείσαντες ἑαυτοὺς ἐν τῷ στρατοπέδῳ Hdn. 5, 8, 12; N. T. – Ubtr., τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης Dem. 26, 11; εἰς σπάνιν D. Sic. 20, 74. – Vom Schließen der Rede, Sp., τελευτῶν εἰς ἀπειλήν τινα τοιάνδε κατέκλεισε τὸν λόγον, er schloß mit folgender Drohung, D. Hal. 7, 14; – νόμῳ κατακλείειν, eigtl. durch ein Gesetz in gewissen Schranken halten, nöthigen, mit folgdm acc. c. inf., Andoc. 3, 7; Dem. 4, 33; Antiphan. bei Ath. VIII, 343 a. – Perf. pass. κατακεκλειμένοι εἰς τόπον Isocr. 4, 34, vor Bekker κατακεκλεισμένοι.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατακλείσω, <i>ao.</i> κατέκλεισα;<br /><i>Pass. ao.</i> κατεκλείσθην, <i>pf.</i> κατακέκλεισμαι <i>ou</i> κατακέκλειμαι;<br /><b>1</b> enfermer, emprisonner, lier, enchaîner;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> contraindre, obliger : τινα νόμῳ avec l'inf. obliger qqn par la loi à…;<br /><b>3</b> fermer : πυλίδας HDT des portes;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατακλείομαι s'enfermer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κλείω]]¹.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακλείω''': Ἰων. -κληΐω, ἀρχ. Ἀττ. -[[κλῄω]] Θουκ.: μέλλ. Ἰων. -κληΐσω, Δωρ. κατακλᾴξω· καὶ παράδοξός τις [[τύπος]] κατακλιῶ ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Εὐπόλιδος (ἐν «Χρυσῷ γένει» 19).― Μέσ., ἀόρ. κατεκλεισάμην Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5· Δωρ. κατεκλᾳξάμην Θεόκρ.― Παθ., ἀόρ. κατεκλείσθην Ἀττ.· Ἰων. κατεκληΐσθην Ἡρόδ. 2. 128· Δωρ. κατεκλάγθην (κατὰ τὸν Valck. ἀντὶ -εκλᾴσθην), ἴδε κατωτ.:― πρκμ. κατακέκλειμαι ἢ -κέκλεισμαι, Ἀριστοφ. Πλ. 206, κτλ. Ι. μετ’ αἰτ. προσ., [[κλείω]], [[ἐγκλείω]] τεταριχευμένον [[σῶμα]] ἐν τῇ θήκῃ [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 2. 86· [[συχνάκις]] ἐπὶ ἀποκλεισμοῦ, τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ., τοὺς ἠνάγκασε νὰ καταφήγωσιν εἰς τὴν νῆσον καὶ [[ἐκεῖ]] τοὺς ἔκλεισε, Θουκ. 1. 109· κ. ἑαυτοὺς εἰς [[ἔρυμα]] Ξεν. Κύρ. 4. 1, 18· κατακλείειν τοὺς ψιλούς, τοὺς γυμνῆτας [[εἴσω]] τῶν ὅπλων = τῶν ὁπλιτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 4, 26., 3. 3, 7·― [[ὡσαύτως]], κ. ἑαυτὸν εἰς πολιτείαν, ὅ ἐστι, δὲν εἶμαι [[πολίτης]] τοῦ ὅλου κόσμου ἀλλὰ μόνον ὡρισμένης τινὸς πολιτείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 13· καὶ κ. ἑαυτὸν ἐν Ἡρῳδ. 5, 8, 12· καὶ ὁ μέσ. ἀόρ., ὁ Κροῖσος κατακλεισάμενος ἐν τοῖς βασιλείοις ἐβόα Κῦρον Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5. ―Παθ., πολιορκοῦμαι, ἐς τὸ [[τεῖχος]] κατακλῄεσθαι Θουκ. 4. 57· ναυσὶ κατεκλείσθησαν ὁ αὐτ. 1. 117· οἱ κατακεκλειμένοι, οἱ πολιορκούμενοι, Ἰσοκρ. 124Α· [[ὅταν]] ἐς νεφέλας [[ἄνεμος]] κατακλεισθῇ Ἀριστοφ. Νεφ. 404. ―Μέσ., ἐγκλείομαι, κλείομαι μέσα, ἐν τοῖς βασιλείοις Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5· οὕτω Παθ. κατεκλάσθης Θεόκρ. 7. 84· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[κατακλᾴξασθαι]], [[κλείω]] τὴν νύμφην μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] ἐν τῷ νυμφικῷ θαλάμῳ, ὁ αὐτ. 18. 5. 2) μεταφ., νόμῳ κ., [[ἐγκλείω]], δηλ. [[ἐξαναγκάζω]], [[ἀναγκάζω]], ἂν… πᾶσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐπὶ τῷ πολέμῳ μένειν Δημ. 49. 16· πρβλ. Ἀνδοκ. 24. 19, Ἀντιφῶντα ἐν «Πλουσ.» 1. 15. 3) μεταφ. [[ὡσαύτως]], τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μεγίστην κατακεκλειμένης, ἀφοῦ κατήντησεν…, Δημ. 803, ἐν τέλ.· εἰς σπάνιν κατακλεισθῆναι Διόδ. 20. 74· εἰς πολιορκίαν, ἀμηχανίαν, ὄλεθρον Διον. Ἁλ., κλ.· [[ὡσαύτως]], μεταφορ., κατακλείειν τὸ πᾶν τῆς τέχνης εἰς…, ἑφαρμόζειν καὶ ἐξασκεῖν ὅλην τὴν ἐν τῇ τέχνῃ ἱκανότητα…, Ἡλιόδ. 3. 4. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, [[κλείω]], τὰς πυλίδας Ἡρόδ. 1. 191· τὰ ἱρὰ 2. 124, πρβλ. 128· τὸ [[ἐργαστήριον]] 4. 14· τὸν δίφρον Ξεν. Κύρ. 6. 4, 10· κατέκλεισε πάντα καὶ κατεσημήνατο καὶ φύλακας κατέστησε Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 27. εὑρὼν ἅπαντα κατακεκλειμένα Ἀριστοφ. Πλ. 206. 2) κ. τὴν δεξιάν, [[σφίγγω]], Λουκ. Προμ. 2. 3) [[κλείω]] λόγον, [[συμπεραίνω]], Διογ. Λ. 10. 138· εἰς ἀπειλὴν κ. τὸν λόγον, τελευτῶ, [[καταλήγω]] εἰς ἀπειλήν, Διον. Ἁλ. 7. 14· οὐ κατακλείει, δὲν συμπληροῖ τὸ [[νόημα]], Ἀπολλών. π. Συντάξ. 180.
|lstext='''κατακλείω''': Ἰων. -κληΐω, ἀρχ. Ἀττ. -[[κλῄω]] Θουκ.: μέλλ. Ἰων. -κληΐσω, Δωρ. κατακλᾴξω· καὶ παράδοξός τις [[τύπος]] κατακλιῶ ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Εὐπόλιδος (ἐν «Χρυσῷ γένει» 19).― Μέσ., ἀόρ. κατεκλεισάμην Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5· Δωρ. κατεκλᾳξάμην Θεόκρ.― Παθ., ἀόρ. κατεκλείσθην Ἀττ.· Ἰων. κατεκληΐσθην Ἡρόδ. 2. 128· Δωρ. κατεκλάγθην (κατὰ τὸν Valck. ἀντὶ -εκλᾴσθην), ἴδε κατωτ.:― πρκμ. κατακέκλειμαι ἢ -κέκλεισμαι, Ἀριστοφ. Πλ. 206, κτλ. Ι. μετ’ αἰτ. προσ., [[κλείω]], [[ἐγκλείω]] τεταριχευμένον [[σῶμα]] ἐν τῇ θήκῃ [[αὐτοῦ]], Ἡρόδ. 2. 86· [[συχνάκις]] ἐπὶ ἀποκλεισμοῦ, τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ., τοὺς ἠνάγκασε νὰ καταφήγωσιν εἰς τὴν νῆσον καὶ [[ἐκεῖ]] τοὺς ἔκλεισε, Θουκ. 1. 109· κ. ἑαυτοὺς εἰς [[ἔρυμα]] Ξεν. Κύρ. 4. 1, 18· κατακλείειν τοὺς ψιλούς, τοὺς γυμνῆτας [[εἴσω]] τῶν ὅπλων = τῶν ὁπλιτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 4, 26., 3. 3, 7·― [[ὡσαύτως]], κ. ἑαυτὸν εἰς πολιτείαν, ὅ ἐστι, δὲν εἶμαι [[πολίτης]] τοῦ ὅλου κόσμου ἀλλὰ μόνον ὡρισμένης τινὸς πολιτείας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 13· καὶ κ. ἑαυτὸν ἐν Ἡρῳδ. 5, 8, 12· καὶ ὁ μέσ. ἀόρ., ὁ Κροῖσος κατακλεισάμενος ἐν τοῖς βασιλείοις ἐβόα Κῦρον Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5. ―Παθ., πολιορκοῦμαι, ἐς τὸ [[τεῖχος]] κατακλῄεσθαι Θουκ. 4. 57· ναυσὶ κατεκλείσθησαν ὁ αὐτ. 1. 117· οἱ κατακεκλειμένοι, οἱ πολιορκούμενοι, Ἰσοκρ. 124Α· [[ὅταν]] ἐς νεφέλας [[ἄνεμος]] κατακλεισθῇ Ἀριστοφ. Νεφ. 404. ―Μέσ., ἐγκλείομαι, κλείομαι μέσα, ἐν τοῖς βασιλείοις Ξεν. Κύρ. 7. 2, 5· οὕτω Παθ. κατεκλάσθης Θεόκρ. 7. 84· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] [[κατακλᾴξασθαι]], [[κλείω]] τὴν νύμφην μετ’ [[ἐμαυτοῦ]] ἐν τῷ νυμφικῷ θαλάμῳ, ὁ αὐτ. 18. 5. 2) μεταφ., νόμῳ κ., [[ἐγκλείω]], δηλ. [[ἐξαναγκάζω]], [[ἀναγκάζω]], ἂν… πᾶσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐπὶ τῷ πολέμῳ μένειν Δημ. 49. 16· πρβλ. Ἀνδοκ. 24. 19, Ἀντιφῶντα ἐν «Πλουσ.» 1. 15. 3) μεταφ. [[ὡσαύτως]], τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μεγίστην κατακεκλειμένης, ἀφοῦ κατήντησεν…, Δημ. 803, ἐν τέλ.· εἰς σπάνιν κατακλεισθῆναι Διόδ. 20. 74· εἰς πολιορκίαν, ἀμηχανίαν, ὄλεθρον Διον. Ἁλ., κλ.· [[ὡσαύτως]], μεταφορ., κατακλείειν τὸ πᾶν τῆς τέχνης εἰς…, ἑφαρμόζειν καὶ ἐξασκεῖν ὅλην τὴν ἐν τῇ τέχνῃ ἱκανότητα…, Ἡλιόδ. 3. 4. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγματος, [[κλείω]], τὰς πυλίδας Ἡρόδ. 1. 191· τὰ ἱρὰ 2. 124, πρβλ. 128· τὸ [[ἐργαστήριον]] 4. 14· τὸν δίφρον Ξεν. Κύρ. 6. 4, 10· κατέκλεισε πάντα καὶ κατεσημήνατο καὶ φύλακας κατέστησε Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 27. εὑρὼν ἅπαντα κατακεκλειμένα Ἀριστοφ. Πλ. 206. 2) κ. τὴν δεξιάν, [[σφίγγω]], Λουκ. Προμ. 2. 3) [[κλείω]] λόγον, [[συμπεραίνω]], Διογ. Λ. 10. 138· εἰς ἀπειλὴν κ. τὸν λόγον, τελευτῶ, [[καταλήγω]] εἰς ἀπειλήν, Διον. Ἁλ. 7. 14· οὐ κατακλείει, δὲν συμπληροῖ τὸ [[νόημα]], Ἀπολλών. π. Συντάξ. 180.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατακλείσω, <i>ao.</i> κατέκλεισα;<br /><i>Pass. ao.</i> κατεκλείσθην, <i>pf.</i> κατακέκλεισμαι <i>ou</i> κατακέκλειμαι;<br /><b>1</b> enfermer, emprisonner, lier, enchaîner;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> contraindre, obliger : τινα νόμῳ avec l'inf. obliger qqn par la loi à…;<br /><b>3</b> fermer : πυλίδας HDT des portes;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατακλείομαι s'enfermer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κλείω]]¹.
}}
}}
{{eles
{{eles