κατακονά: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=katakona/
|Beta Code=katakona/
|Definition=ἡ, (κατακαίνω) [[destruction]], κατακονὰ ἀβίοτος βίου <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span> 821</span> (lyr.).--The v.l., supported by Sch. (cf. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>50.25</span>, <span class="bibl">Eust.381.22</span>), <b class="b3">κατακονᾷ… βίος</b>, implies a Verb κατ-ᾰκονάω, [[wear away]], as is done in whetting steel.
|Definition=ἡ, (κατακαίνω) [[destruction]], κατακονὰ ἀβίοτος βίου <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span> 821</span> (lyr.).--The v.l., supported by Sch. (cf. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>50.25</span>, <span class="bibl">Eust.381.22</span>), <b class="b3">κατακονᾷ… βίος</b>, implies a Verb κατ-ᾰκονάω, [[wear away]], as is done in whetting steel.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />ruine.<br />'''Étymologie:''' [[κατακαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾰκονά''': ἡ, ([[κατακαίνω]]), διαφθορά, [[καταστροφή]], κατακονὰ [[ἀβίοτος]] βίου Εὐρ. Ἱππ. 821.― Ὁ Σχολ. (πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 50. 25, Εὐστ. 381. 22) πρέπει νὰ εἶχεν ἀναγνώσει κατακονᾷ... [[βίος]], ἐκ τοῦ κατακονάω, [[φθείρω]] καὶ [[λεπτύνω]], [[κατατρίβω]] ([[ὅπως]] [[ὅταν]] τις ἀκονᾷ χάλυβα), ἀλλ’ [[ἐσφαλμένως]]·― τὸ [[ῥῆμα]] κατακονάω (ἐκ τοῦ [[ἀκόνη]]) ἀπαντᾷ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 295. 44· μεταφορ., ἴδε ἐν λέξει [[καλλύνω]].
|lstext='''κατᾰκονά''': ἡ, ([[κατακαίνω]]), διαφθορά, [[καταστροφή]], κατακονὰ [[ἀβίοτος]] βίου Εὐρ. Ἱππ. 821.― Ὁ Σχολ. (πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 50. 25, Εὐστ. 381. 22) πρέπει νὰ εἶχεν ἀναγνώσει κατακονᾷ... [[βίος]], ἐκ τοῦ κατακονάω, [[φθείρω]] καὶ [[λεπτύνω]], [[κατατρίβω]] ([[ὅπως]] [[ὅταν]] τις ἀκονᾷ χάλυβα), ἀλλ’ [[ἐσφαλμένως]]·― τὸ [[ῥῆμα]] κατακονάω (ἐκ τοῦ [[ἀκόνη]]) ἀπαντᾷ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 295. 44· μεταφορ., ἴδε ἐν λέξει [[καλλύνω]].
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />ruine.<br />'''Étymologie:''' [[κατακαίνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml